Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Κάποτε....

Είμαστε πια στην καρδιά του Χειμώνα και στην πιο δύσκολη για εμένα εποχή του χρόνου. Πάντα νιώθω βαθιά μουδιασμένη αυτή την εποχή σαν να θέλω να χαθώ, σαν να μην ξέρω που ανήκω.

Νιώθω μια συναισθηματική αδυναμία σαν να θέλω να φύγω μακριά. Το έχω ξαναγράψει με κάποιον τρόπο σε μια παλιότερη μου ανάρτηση...πάλι Φλεβάρη. Κάθε Φλεβάρη....Some day...
Κι όχι δεν είναι οι μέρες οι κρύες και σκοτεινές...Τον απολαμβάνω πια τον χειμώνα.


Νιώθω να ξυπνούν μέσα μου όλα. Ουρλιάζουν τα όνειρα που δεν έζησα. Όλα τα σχέδια που εγκατέλειψα. Τα ρίσκα που δεν πήρα. Οι στιγμές που χάθηκαν και τις πήρε ο αέρας. Όλα όσα δεν κατάφερα. Όλα όσα δεν μπόρεσα. Όλα όσα φοβήθηκα. Οι λέξεις που δεν ξεστόμισα. Τα φιλιά που δεν έδωσα και οι αγκαλιές που δεν χάρηκα. Οι αγάπες που απαρνήθηκα. Οι επαναστάσεις που δεν τόλμησα. Οι δρόμοι που δεν περπάτησα. Τα βιβλία που δεν θα γράψω ποτέ. Τα παιδιά που δεν γέννησα. Οι κορυφές που δεν ανέβηκα. Οι σπηλιές από όπου δεν βγήκα. Τα δάκρυα που αρνήθηκα. Οι άνθρωποι που έχασα. Τα ταξίδια που έσβησαν στο χρόνο. Τα ταξίδια που δεν θα κάνω ποτέ...

Μια στις τόσες θυμάμαι ανθρώπους που γνώρισα, συνάντησα μια φορά μόνο, μια στιγμή στο χρόνο κι η ζωή τους με άγγιξε, με κλόνισε... Θυμάμαι τον Σαντιάγκο που γνώρισα ένα ηλιοφώτιστο πρωινό  του Φλεβάρη, στα σκαλιά της Μονμάρτης. Ήμουν δεκαεννιά κι εκείνος εικοσιδύο. Με κέρασε μπισκότο πορτοκάλι με σοκολάτα και μου εξιστόρησε το πως είναι φοιτητής και ξεκίνησε  από την μακρινή Αργεντινή και κάνει τον γύρο της Ευρώπης.

Θυμάμαι τον Μάρκ τον συγκάτοικο μου στην Αγγλία, την ώρα που πίναμε καφέ ένα πρωινό του Φλεβάρη, στην κουζίνα που μοιραζόμασταν ως φοιτητές και μου είπε πως θα σταματήσει το μεταπτυχιακό του γιατί ήθελε να ταξιδέψει τον κόσμο. Ότι τώρα ήταν η ώρα και δεν ήθελε να χάσει αυτή την ευκαιρία γιατί μεγαλώνει και μετά δεν θα μπορεί. Που θα πας; Πως; Θυμάμαι πως τον ρώτησα με απόγνωση...Δεν ξέρω μου είπε όπως έρθει....όπως έρθει!
Θυμάμαι τα μάτια του πόσο λυπημένα και λαμπερά ήταν. Θυμάμαι την απόγνωση μου. Δεν ήθελα να φύγει...δεν ήθελα μείνω. Δεν ήθελα να φύγει γιατί φοβόμουν  αυτά που εγώ δεν θα τολμούσα ποτέ...δεν ήθελα κανείς να φύγει. Τίποτε να μην αλλάξει. Τίποτα να μην αντιστραφεί. Τίποτα να μην σπάσει.

Θυμάμαι την συμφοιτήτρια μου την Σάρλοτ από την Ιρλανδία που μου μιλούσε για την Αυστραλία που ταξίδεψε για έναν ολόκληρο χρόνο  κι εκεί  στο άγριο δάσος κάπου στο Queensland γνώρισε τον σύντροφο της κάνοντας bangy Jumbing και γελούσε και γέμιζαν τα μάτια της με εκείνο το άγριο φως του δάσους.

Κλαίει μέσα μου εκείνο το πλάσμα που ποτέ δεν τόλμησε να μην είναι το καλό συνετό παιδί! Κλαίει μέσα μου εκείνη που άφησε το σώμα της να το καταβάλει ο φόβος κι έμεινε εγκλωβισμένη να ακροβατεί ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω και να νικάνε πάντα τα πρέπει... Έλεγα για χρόνια κάποτε, μα τώρα πια ξέρω πως κάποτε σημαίνει ποτέ. Κάποια τρένα έφυγαν...χάθηκαν στο χρόνο.
Όλες εκείνες οι άγριες θάλασσες φουσκώνουν μέσα μου και με πνίγουν.Θα ήθελα να είχα τολμήσει περισσότερο.Θα ήθελα να είχα ρισκάρει περισσότερο. Θα ήθελα να είχα φοβηθεί λιγότερο. Θα ήθελα...
Με φαντάζομαι ώρες ώρες, εκεί στην άκρη της γης.  στην Χώρα του Σαντιάγκο που μου περιέγραψε για πρώτη φορά πως είναι εκεί στη μακρινή του πατρίδα, καθισμένοι στα κατάλευκα σκαλιά της Μονμάρτης, ένα Χειμωνιάτικο πρωινό στο Παρίσι.. 
Το μεγάλο όνειρο. Παταγονία, με ένα σακίδιο στην πλάτη να αγναντεύω τους παγετώνες. Να αγγίξω με τα δάχτυλα μου την σπηλιά των χεριών. Να αφήσω τα μάτια μου να ξεκουραστούν στις απέραντες στέπες και τους απότομους γκρεμούς.. Να χάνομαι στους αμμόλοφους και απέναντι μου ο Ατλαντικός. Να χτυπά άνεμος το πρόσωπο μου και να αγναντεύω τις φάλαινες στη Χερσόνησο Βάλντες, να κυνηγούν φώκιες. 
Εκεί στην άκρη του κόσμου στην Γη του Πυρός...Όχι για ένα ταξίδι από αυτά που σε πάνε σαν πρόβατο τα ταξιδιωτικά...μα από αυτά που χρειάζεται το μέσα μου. Εκείνα τα ταξίδια που τολμά μόνο ο τυχοδιώκτης  εαυτός μου, που δεν τόλμησα να γνωρίσω, τότε που αντί να πετάω μετρούσα τα φοβισμένα κι άτολμα βήματα μου στη γη...
Σε μιαν άλλη ζωή...μια μέρα...κάποτε...ποτέ!


Καλημέρα αγαπημένοι...Ξέρω! Ξέρω!

Όχι δεν θα αρνηθώ τίποτα από όλα όσα έχω. Δεν θα τα κάνω μικρά ή ασήμαντα γιατί δεν είναι.
Τα πρωινά σε ετούτο το παράθυρο, με ετούτο υπέροχα γυμνό τοπίο. Οι βραδιές με το αναμμένο τζάκι στις ομάδες όπου βλέπω γυμνό μπροστά μου τον πόνο των ανθρώπων. Την απόγνωση του τέλους στα μάτια τους, όταν έρχεται αυτό το γαμημένο ποτέ...ποτέ, ποτέ, ποτέ ξανά! Τι πόνος! Δεν υπάρχει λέξη που να χωρά αυτόν τον πόνο. Δεν υπάρχει...



Κι ύστερα βγαίνω αργά το βράδυ από το σιωπηλό σπιτάκι και σαν να κουβαλώ μαζί μου όλη αυτή την απόγνωση και πάντα κοιτάζω τον ουρανό κι ονειρεύομαι....μια αστραπή. Μια αστραπή ανάβει  στο μυαλό μου κι είμαι εκεί στους αμμόλοφους με τον Ατλαντικό απέναντι. Εγώ κι αυτός ο ίδιος ουρανός...


Και μετά, ανοίγω τα μάτια μου σε ένα νέο κρύο κι υπέροχο πρωινό κι απολαμβάνω τις στιγμή εκείνη που βγαίνοντας από το σπίτι θα δω τις σταγόνες να στολίζουν σαν μικρά κρύσταλλα τον κόσμο μου και θα νιώσω ευγνωμοσύνη!



Κι ύστερα έρχονται οι μαγικές Κυριακές. Και ξυπνώ δίπλα τους στη μέση του σαλονιού κι είμαι ευτυχισμένη καθώς ο ήλιος μου ζεσταίνει το πρόσωπο και την ψυχή. Είμαι ευτυχισμένη εκεί στα αναστατωμένα σκεπάσματα και στην πρωινή σιγή του σπιτιού μας. Είμαι ευτυχισμένη καθώς απολαμβάνω την σιωπή και τις ανάσες τους με τον πρώτο  δυνατό καφέ της ημέρας στο χέρι. Είμαι ευτυχισμένη στις μυρωδιές της κουζίνας μας και στα λαμπερά τους μάτια...




Τα πιο μακρινά ταξίδια μου αυτά τα μάτια. Τα πιο άγρια πελάγη. Τα πιο ψηλά βουνά, οι πιο απομακρυσμένες στέπες του κόσμου, τα πιο βαθιά χιονισμένα δάση τα μάτια τους...

Και θυμάμαι τα λόγια εκείνου του πανέμορφου ανθρώπου, που είχα την τιμή να γνωρίσω λίγες μέρες πριν. Ογδόντα ενός, με μια σπουδαία κι υπέροχα γεμάτη ζωή και τώρα πια με έντονες και τρομακτικές κρίσεις άγχους... "Έφτασε η ημερομηνία λήξης" μου είπε...και πόνεσα για εκείνον βαθιά! Βαθιά...

Καλημέρα αγαπημένοι...Καρδιά του Χειμώνα κι η ημερομηνία λήξης πάντα μια έκπληξη...Τρομακτική έκπληξη! Οπότε είμαστε εδώ! Εδώ στο μαγικό τώρα. Στον δύσκολο Φλεβάρη. Στην καρδιά ενός ακόμη Χειμώνα. Με φωτεινά  μάτια να μου φωτίζουν το δρόμο σαν χάνω τον προσανατολισμό μου. Με χέρια τρυφερά να με κρατούν νοερά μην πέσω, να με σηκώνουν σαν πέφτω, να με στυλώνουν σαν χάνομαι...Όλα εδώ. Όλα πολύτιμα. Όλα όσα έχω!

Ναι ξέρω!...Ξέρω. Ξέρω, μα εκεί βαθιά...όλα τα κάποτε, όλα τα ποτέ ζητούν δικαίωση...ζητούν χώρο, ζητούν...

Σε μιαν άλλη ζωή αγαπημένοι...και μια μέρα, με αυτό το τραγούδι υπόσχομαι να γράψω την πιο όμορφη ιστορία  αγάπης του κόσμου...Του δικού μου κόσμου...
                                                                                                           Κατερίνα


3 σχόλια:

Summertime Blues είπε...

καλημέρα. όλα όπως πρέπει και το άσμα....

Yianna Panou είπε...

Υπέροχη Κατερίνα... Ταυτίζομαι.

Μπουντή Μαργαρίτα είπε...

Τα έχεις όλα Κατερίνα , την κατανόηση ,την αγάπη,την αντοχή στον πόνο , την γαλήνη και πολλά ακόμη και καταφέρνεις να ισορροπείς πάντα ! Και όπως πάντα μας έλεγες ,είσαι απλά ανθρώπινη!!