Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Μνήμες Καλοκαιριού...

Χθες έφυγε επίσημα....Σαν ένας καλό αγαπημένος φίλος που γλιστρά μακριά και χάνεται. Ξέρεις πως θα τον ξαναδείς μα το φευγιό του τσιμπάει λίγο κάπου εκεί ανάμεσα στην καρδιά και το στομάχι...

Έτσι έφυγε το φετινό καλοκαίρι που ήταν δύσκολο και ζόρικο και παράξενο για πολύ πολύ κόσμο.
Όλοι θα το θυμόμαστε το φετινό καλοκαίρι. Κάποιοι γιατί το κέρδισαν. Κάποιοι γιατί τους κέρδισε...και τους άλλαξε τα φώτα...


Εμείς το ζήσαμε με όλα του τα μπερδέματα. Με όλα του τα αναπάντεχα συναισθήματα και τις ψυχρολουσίες και τα κρατάμε όλα...
Παράξενο μα κοιτάζοντας κι εγώ η ίδια τις καλοκαιρινές μας φωτογραφίες είναι σαν να μην θυμάμαι κανένα στραβό. Σαν όλα να φαντάζουν πως ήταν υπέροχα. Ένα ακόμη ηλιοφώτιστο ευτυχισμένο καλοκαίρι.
Τι παράξενοι που είμαστε οι άνθρωποι ακόμη κι οι ίδιοι αφηνόμαστε να παρασυρθούμε από όμορφες εικόνες παρόλο που την ώρα που τις ζούσαμε δεν τις νιώθαμε έτσι με όλο μας το είναι...

Όμως σταθήκαμε τυχεροί γιατί ζήσαμε μαγικά ηλιοβασιλέματα και φωτεινές αυγές. Δροσερές πλατείες με πλατάνια και τρεχαλητά στην παραλία με τα παιδιά και τα ξαδέρφια τους.

Ναι μέσα από τις εικόνες ήταν ένα φανταστικό υπέροχο καλοκαίρι όσο λίγο κι αν κράτησε, γιατί αυτό ήταν ένα μικρό, μικρό καλοκαίρι, μα τόσο γενναιόδωρο σε συναισθήματα, ακόμη κι από αυτά που δεν θέλεις να ζήσεις και προσπαθείς πολύ να αποφύγεις...μα σου χαρίζονται, για να τα νιώσεις. Γιατί είναι δικά σου, αναμφίβολα δικά σου...

Το καλοκαίρι μπορεί να φέρνει πολλά καλά ή κακά, μα αυτό που για πάντα θα ευγνωμονώ είναι πως κάθε καλοκαίρι φέρνει κοντά τους αγαπημένους μου, που είναι σκορπισμένοι στους ανέμους. Γονείς, αδέρφια, ξαδέρφια, θείοι και θείες, ανίψια κι εγγόνια, μαζευόμαστε ξανά. Είναι για λίγο μα είναι τόσο πολύτιμο, όσο κι η ίδια η ζωή. Γιατί τελικά αυτό είναι ζωή. Οι άνθρωποι.

Να λοιπόν οι εικόνες του δικού μας καλοκαιριού, χωρίς λόγια, μόνο με τα μάτια που νιώθουν.


 Απογεύματα στον Πλαταμώνα, με τα ξαδέρφια.


 

 Τα χέρια της γιαγιάς Μαρίας σαν ανοίγουν φύλλο για πίτα.


Ξεσηκωμένα μεσημέρια στην αυλή της γιαγιάς, με όλα τα ανιψάκια να τσαλαβουτούν στην φουσκωτή πισίνα...το νερό λασπωμένο και θολό, μα...ποιος νοιάζεται!


Μικρά ξαδέρφια που μιλούν άλλη γλώσσα κι όμως συνεννοούνται τέλεια στην παιδική τους χώρα...

 
Πρωινή βόλτα στα Τέμπη, διασχίζοντας την κρεμαστή γέφυρα...κάθε γενιά έχει μια τέτοια φωτογραφία...

Στα παγωμένα νερά των Τεμπών έξω μετά από το κεράκι που άναψαν στη σπηλιά της Αγίας Παρασκευής. Το έζησαν σαν μια πελώρια περιπέτεια...όπως ακριβώς το ζούσα κι εγώ στην ηλικία τους.

 
 Ηλιοβασίλεμα στη Μηλίνα...


...και πρωινό ξύπνημα σε αυλές μαγικές, με βασιλικούς και χρώματα...


...και μετά...καλοκαίρι, καλοκαίρι, καλοκαίρι...χίλια καλοκαίρια μαζί σε μια αξέχαστη παιδική βουτιά!
 


Εμείς μέσα από τα μάτια του γιού μας...

Καφές πάντα παγωμένος και νύχια πάντα κόκκινα τα καλοκαίρια...


...και πρωινή χαλάρωση στο γραφικό Λαύκο, στο σπίτι της νονάς ...


 ...εγώ να παρακολουθώ εκείνους...


...κι εκείνοι εμένα...

 
Να αγναντεύω από ψηλά το Τρίκερι κατεβαίνοντας φιδογυριστούς δρόμους στο Πήλιο.
 

Λαύκο. Πλατεία. Πλατάνια. Δροσιά. Πικρός Ελληνικός. Ιστορία...όλα μαζί ενωμένα.


...και μια έκθεση ζωγραφικής στο παλαιότερο καφενείο της Ελλάδας. Στο καφενείο του Φορλίδα. Ζει από το 1785 και από εκεί πέρασαν άνθρωποι σημαντικοί. Σκέψου  πως εκεί θα συναντούσες τον Παπαδιαμάντη να πίνει τον καφέ του και να γράφει όλα αυτά που τον έκαναν αθάνατο...



Πόρτες κλειστές, χρωματιστές, σοκάκια πετρόχτιστα και σπίτια βγαλμένα από παραμύθια τόσο Ελληνικά όση κι η ιστορία μας η ίδια.


 
 ...ένα τραπέζι στρωμένο στην αυλή της μαμάς. Μια γλυκιά συνομωσία που κάνεις πως δεν κατάλαβες και μια υπέροχη γενέθλια έκπληξη, γεμάτη μαμαδίστηκη κι αδερφική αγάπη και φροντίδα!


Οι φωνές...Χρόνια πολλάααααα. Πόση αγάπη!

 
...κι ύστερα φως, φως, φως και παιδιά που παίζουν στην άμμο. Τόσο ευτυχισμένα...Η ευτυχία μετριέται με το φως των καλοκαιριών σε μάτια παιδικά. Με γέλια τρανταχτά σε μικρά στόματα. Έτσι μετριέται η ευτυχία. Με τα γέλια των παιδιών μας...
 




...με εξωτικά ηλιοβασιλέματα, λίγα χιλιόμετρα μόνο μακριά από τα σπίτια μας...τόσο κοντά μας που σχεδόν δεν τα βλέπουμε...

 
 ...γιατί η ομορφιά είναι πάντα δίπλα μας...μόνο που καμιά φορά εμείς είμαστε τόσο μακριά της...
Το καλοκαίρι αυτό,  πέρασε πια για πάντα. Κρατώ πολλά, μα πιο πολύ μια εικόνα...

Μεσημέρι. Ο ήλιος καυτός. Υπέροχα ανελέητος. Ξαπλωμένη εκεί σε μια λαμπερή ακροθαλασσιά του Πηλίου, ακούγοντας το κύμα να χτυπά ανάμεσα στις χρωματιστές πέτρες. Γύρω μου βράχια κι εκεί μακριά οι φωνές των αγοριών που έπαιζαν με τον  μπαμπά τους. Τα τζιτζίκια ασυγκράτητα και μυρωδιές από θυμάρι και ρίγανη κατέβαιναν από το βουνό. Μυρωδιές μελένιες. Το κύμα μου δροσίζει τα πόδια κι οι πέτρες μου καίνε την πλάτη.
Πάνω στα μάτια μου το ψάθινο καπέλο κι ανάμεσα από τις μικρές τρυπούλες μια εικόνα από τα αγριόχορτα πάνω στο βράχο...Τράβηξα μια φωτογραφία, με αυτή ακριβώς την εικόνα μέσα από το ψάθινο καπέλο μου.  Όχι αυτό που ένιωθα, μα αυτό που έβλεπα. Βλέποντας την όμως,  θυμάμαι ακριβώς όλα όσα ένιωθα εκείνη την πολύτιμη στιγμή.
Αυτή η φωτογραφία είναι για εμένα η μετουσίωση του καλοκαιριού. Όλα τα υπόλοιπα καταγεγραμμένα στην μνήμη του σώματος μου. Γιατί το καλοκαίρι το ζει πρώτα από όλα τα σώμα, κρατώντας κάθε μικρή μνήμη.
Για να θυμάται η ψυχή τις σκοτεινές ημέρες πως είναι να έχεις αγγίξει την ευτυχία. Έτσι απλά!


Καλό Φθινόπωρο αγαπημένοι!
                                                                             Κατερίνα

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Όλυμπος β μέρος...Άγγελοι και Δαίμονες...

Η νύχτα άγρυπνη και δύσκολη μα ξημέρωσε. Επιτέλους ξημέρωσε. Όλες οι σκέψεις που με κράτησαν ξύπνια ουρλιάζοντας μέσα στο μυαλό μου επιτέλους θα σώπαιναν. Ήθελα να ανέβω στην κορυφή. Ήθελα να την ξαναδώ, μα...θα τα κατάφερνα να βρω κάποιους για να δεχτούν να ανέβουμε μαζί; Εκεί τα πράγματα δεν είναι αστεία. Θα πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη σε κάθε μέλος της ομάδας σου. Θα πρέπει να  νιώθεις ασφάλεια και να νιώθουν ασφάλεια μαζί σου. Θυμάμαι έναν συνοδοιπόρο σε κάποια από τις παλιότερες αναβάσεις που μου είχε πει, "εκεί είναι ο καθένας για τον εαυτό του, αν πέσεις δεν θα σε κρατήσει κανείς"... Είχα γελάσει τότε, μου είχε φανεί πολύ σκληρή η σκέψη του, μα ήταν αλήθεια...αν πέσεις οι πιθανότητες να σε κρατήσει κάποιος από τους υπόλοιπους είναι ελάχιστες...Το ήξερα καλά και το μυαλό μου ψιθύριζε ασταμάτητα:
"Το έχει ξανακάνει Κατερίνα, δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί, οπότε ήρεμα. Αν βρεις κάποιους καλώς αλλιώς δεν θα ανέβεις."

Είσαι στο τελευταίο καταφύγιο. Έχεις ανάβει 2.697 μέτρα και η κορυφή είναι μόνο 220 μέτρα πιο πάνω. Σκέφτεσαι "έφτασα ως εδώ...και δεν θα φτάσω στην κορυφή;" Ξέρεις πως είναι επικίνδυνα να το κάνεις μόνος σου.Φοβάσαι μα ο φόβος είναι διεγερτικός. "Πόσο δύσκολο να είναι. Ανεβαίνουν χιλιάδες κάθε χρόνο". 
Τα αρνητικά όλα θάβονται στο πίσω μέρος του μυαλού και σε πιάνει μια ένταση. Σαν τα μέλη να μην ακούν. Νιώθεις τα χέρια να τρέμουν κι είναι ανυπομονησία κι ενθουσιασμός. Θέλεις να ανέβεις, το θέλεις, το θέλεις....Μην το ακούσεις αυτό το θέλω...Μην ακούσεις κανένα  "θέλω" αν η λογική σου δεν σου έχει εξασφαλίσει την ασφάλεια...να το θυμάσαι αυτό. 

Κοίταξα το λιγοστό φως από το ανοιχτό παράθυρο και πετάχτηκα όρθια σε μηδενικό χρόνο. Το ρολόι μου έδειχνε έξι παρά δέκα. Με περίμενε το καυτό βουνίσιο τσάι και το φρυγανισμένο ψωμί, με το μέλι. 
Μπήκα στο χώρο της τραπεζαρίας με την μεγάλη τζαμαρία σαν οθόνη να δείχνει το ξημέρωμα. Όλοι οι άνθρωποι ήταν έξω. Για ακόμη μια φορά έμοιαζαν με σιωπηλά φαντάσματα που ατένιζαν την αυγή. Το θέαμα μαγικό. Ο ήλιος έβγαινε αργά από τα αριστερά πίσω από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Κατακόκκινος. Γύρω του οι αέριες μάζες σχημάτιζαν στρώματα φωτός, με χρώματα διάσπαρτα. Πλούσια. Ο ουρανός καθαρός. Δεν υπήρχε σύννεφο. Δεν υπήρχε τίποτε που να κρύβει αυτό το μαγικό απόκοσμο θέαμα. Είμαστε πάνω από τα σύννεφα...


Νιώθεις πως ζεις σε αργή κίνηση. Πως αναπνέεις σε αργή κίνηση. Πως όλα είναι απαλά σαν βαμβάκι...πως αυτή η στιγμή είναι κινηματογραφική σαν να μην τη ζεις. Σαν να μην είσαι εκεί. Η καρδιά φουσκώνει. Σαν να βγαίνουν ψίθυροι από τις βουνοπλαγιές. Σαν να πεταρίζουν στον καθηλωμένο αέρα σκιές με χρώματα παστέλ. Σαν να βρίσκονται εκεί μαζί σου όλα. Σαν οι Άγγελοι κι οι Δαίμονες να χορεύουν γύρω σου και να σε παρασύρουν σε "νιώθω" που κρύβουν χαμένα όνειρα, χαμένες αγάπες, χαμένες στιγμές, χαμένες ζωές...
Άκουσε τες, για μία μόνο φορά κάνε ησυχία στο μυαλό σου κι άκουσε τες. Ποτέ ξανά η σιωπή δεν θα είναι απόλυτη κι εκκωφαντική, σαν ετούτη. Η σιωπή του βουνού! Μια σιωπή χιλιάδων χρόνων...
Το βουνό αγέρωχο. Ο ήλιος πια μεγάλος ανατέλλει απαλά,σαν να γλιστρά πάνω από όλα. Πάνω από εσένα, πάνω από τον κόσμο. Νιώθεις μικρός και πελώριος ταυτόχρονα...Νιώθεις  ελεύθερος γιατί για πρώτη φορά στη ζωή σου μπορείς ακριβώς να αντιληφθείς πόση απάτη κρύβει ο χρόνος με τον οποίο ζεις την ζωή σου.Τα ρολόγια, οι ημερομηνίες, τα χρονικά περιθώρια...όλα μια απάτη...

Μόλις ο ήλιος ανέτειλε, όλοι μπήκαμε μέσα σιωπηλοί και συνεχίσαμε το πρωινό μας. Είχα υποσχεθεί στους αγαπημένους μου, κυρίως στη μαμά μου, να μην προσπαθήσω να ανέβω μόνη μου και πως θα το έκανα μόνο αν  έβρισκα παρέα. Είδα σε ένα τραπέζι δυο  ορειβάτες. Φαινόταν γνώστες του βουνού. Συζητούσαν μεταξύ τους για διαδρομές. Ζήτησα να καθίσω μαζί τους και παραξενεμένοι μου έκαναν χώρο. Φαινόταν να τους διέκοπτα. Τους ζήτησα πληροφορίες για τη διαδρομή. Από που θα πάω, αν μπορούν να μου δείξουν στο χάρτη, αν έχουν κάποια πληροφορία χρήσιμη. Τέλος τους ρώτησα αν θα ανέβουν κι αν θα είχαν αντίρρηση να τους ακολουθήσω. Αμέσως κατάλαβα πως δεν ήταν παρέα κι απλά έτυχε να τρώνε μαζί πρωινό και είδα τον δισταγμό και των δύο...
"Δεν θα ανέβουμε" μου είπαν "έχουμε άλλα σχέδια για σήμερα". Τους ευχαρίστησα ευγενικά και συνέχισα να ψάχνω στο χάρτη και μέσα μου...Μήπως να μην κρατήσω την υπόσχεση μου;

Ετοιμάστηκα και πήρα από το καταφύγιο ένα κράνος. Συζητώντας με τα παιδιά που διαχειρίζονταν το καταφύγιο ένιωσα ασφάλεια. Έχω ξανανέβει άλλες τέσσερις φορές. Τίποτε δεν μου είναι άγνωστο...κι έφτασα ως εδώ...γιατί να μην προσπαθήσω; Άρχισα να σκέφτομαι με τα "νιώθω", χωρίς λογική...

Βγήκα έξω έτοιμη και είδα μια παρέα που λιαζόταν. Κάποιοι ήταν Γάλλοι. Προσπάθησα να συνεννοηθώ μαζί τους μα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Δεν καταλάβαινα καθόλου τι μου έλεγαν, με τα Γαλλοαγγλικά τους.
Απογοητεύτηκα....και εκείνη την ώρα ακριβώς, ήρθε ένας από τους δύο άντρες που μιλήσαμε μαζί στο πρωινό. "Εφαγες καλό πρωινό;" Με ρώτησε. "Ναι" του απάντησα. "Πάρε κι αυτά για δύναμη και πάμε."
Μου έβαλε στη χούφτα λίγα φουντούκια κι άρχισε έτσι απλά να προχωρά μπροστά μου...Κοκάλωσα για λίγο και μετά το πρώτο σοκ άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω. Αρχισαν τα θαύματα ψιθύρισα ξανά. Ήθελα να τσιρίξω από χαρά, μα ρώτησα μονάχα το όνομα του. "Θόδωρος" μου απάντησε και συνέχισε να προχωρά  μπροστά μου ατρόμητος. 


Φορούσε μια κοντομάνικη μπλούζα κι ένα άσπρο καπέλο για τον ήλιο. Προχωρούσε σαν αγριοκάτσικο και φαινόταν απόλυτα εξοικειωμένος, με το τοπίο. Έτρωγε σιγανά τα φουντούκια του και δεν κουβαλούσε τίποτε το περιττό.
"Πόσες φορές έχεις ανέβει στο Μύτικα κύριε Θόδωρε" τον ρώτησα..."Δεν μετράω" μου απάντησε. "Πολλές. Είμαι πια συνανξιούχος και δυο φορές το μήνα έρχομαι στο βουνό και περπατάω, διανυκτερεύω...μ' αρέσει ο Όλυμπος. Τον έχω δει με χιόνια, με βροχές και χαλάζι. Όποτε και να έρθω είναι όμορφος."

Κοίταζα την πλάτη του κι άκουγα που μιλούσε για το βουνό με αγάπη. Μου έδειχνε τις κορυφές. Από που ανέβηκε, σε ποια, με ποιους...γέμισε το μυαλό μου με όμορφες εικόνες...και κάποια στιγμή φτάσαμε.
"Να τα Μυτίκια Κατερίνα" μου είπε, "τώρα αρχίζουμε να προχωράμε προς το Λούκι. Σιγά και σταθερά. Τρία μέλη στη γη κι ένα στον αέρα."
Κοίταξα προς τα πάνω...και με έπιασε δέος. Δεν αναγνώριζα τίποτε. "Κυρ Θόδωρε, είμαστε σωστά; Σαν να μην το ξέρω αυτό το μέρος."
"Αυτό είναι Κατερίνα. Μήπως ανεβήκατε από αλλού;"
"Όχι κυρ Θόδωρε από το Λούκι ανεβήκαμε αλλά δεν το θυμάμαι έτσι.Θυμάμαι ένα πλάτωμα και ήταν αλλιώς..."
"Λάθος θυμάσαι τότε. Αυτό είναι, δεν έχει άλλο. Αν ανέβηκες από το Λούκι εδώ είναι το σωστό μέρος.Το μόνο μέρος!"

Συνέχιζε να ανεβαίνει χαλαρά κι εγώ άρχισα να ιδρώνω. Τα βράχια μου φαινόταν πελώρια. Το τοπίο πιο άγριο από ποτέ. Προσπαθούσα να ελέγξω τη σκέψη μου μα η αναπνοή μου γινόταν όλο και πιο κοφτή κι ύστερα λίγο πριν μπούμε στην κύρια αναρριχητική διαδρομή μια ταμπέλα από τις πολλές που συναντάς σε όλο το βουνό μα αυτή...είχε κάτι αλλιώτικο... "Στον 14 χρονο αητό Νικόλα", έγραφε. Το Νικόλα που χάθηκε σε αυτό το βουνό και σε εκείνο το σημείο ακριβώς έφυγε για πάντα. 
Στάθηκα κοκαλωμένη μπροστά στην ταμπέλα βιδωμένη στο βράχο κι ο κυρ Θόδωρος άρχισε να μιλά. Μου εξηγούσε πως έγινε το δυστύχημα και πως ο ίδιος ήταν τότε στο καταφύγιο Καλοκαίρι του 2008 και θυμάται την θλίψη και τον πόνο όλων. Το παιδί ανέβαινε με τον πατέρα του που ήταν εξαιρετικά έμπειρος ορειβάτης και θα ήταν αυτή η πρώτη ανάβαση, η μύηση του γιού....μα το παιδί έπεσε κι ο πατέρας παρόλο που προσπάθησε σκληρά, δεν μπόρεσε να το κρατήσει...Φαντάστικα την εικόνα, την απελπισία του γονιού...
"Εκεί ψηλά είσαι μόνος"....κι εγώ δεν μπορούσα να ανασάνω...στον 14 χρονο αητό!

Ο σχεδόν δεκατριάχρονος Άγγελος ήρθε μπροστά μου. Τα λόγια του "έλα μαμά πάρε με μαζί σου. Σε παρακαλώ μαμά, άσε με να έρθω μαζί σου"....Του υποσχέθηκα πως θα τον πάρω μαζί μου του χρόνου. Να προετοιμαστούμε πρώτα. Να έχει καλά παπούτσια και να μην είμαστε μόνοι, να βρούμε κι άλλους να έχουμε παρέα...Απογοητεύτηκε μα με άκουσε κι εγώ εκείνη την ώρα σκεφτόμουν την υπόσχεση μου, να τον ανεβάσω εκεί...να δούμε τον ήλιο από την κορυφή των Βαλκανίων....Είχα τρελαθεί κι υποσχέθηκα κάτι τέτοιο στο παιδί μου!...στον 14χρονο αητό...

Γέμισε το μυαλό μου φόβο.Το κατάλαβα γιατί δεν μπορούσα να ελέγξω το σώμα μου που σφίχτηκε τόσο που άρχισε να τρέμει...Ο κυρ Θόδωρος ανέβαινε σιωπηλά και που και που μου έδινε οδηγίες. "Πάτα εδώ κι εδώ, μην πατάς όπου νομίζεις. Τα σημάδια. Θα κοιτάς τα σημάδια. Για αυτό υπάρχουν οι μπροστάρηδες για να βάζουν τα σημάδια στην καλύτερη διαδρομή κι εμείς να είμαστε τυχεροί, να μην χρειαστεί να τα βρούμε μόνοι μας αλλά να πατάμε πάνω στα δικά τους. Πάτα στα σημάδια μην ψάχνεις άδικα. Άλλοι την έκαναν αυτή τη  δουλειά. Τρία μέλη κάτω ένα στον αέρα, κρατήσου καλά..."

Λόγια σοφά, μα η καρδιά μου χτυπούσε ανεξέλεγκτα. Σταμάτησα για ένα δευτερόλεπτο και κοίταξα πίσω.Το τοπίο αποθεωτικό, μου έκοψε την ανάσα...Φώναξα "κυρ Θόδωρε σταμάτα. Σταμάτα για λίγο δεν ξέρω αν μπορώ να τα καταφέρω"...
"Γιατί να μην μπορείς;" Με ρώτησε απορημένος. "Το 'εχεις ξανακάνει έτσι δεν είναι;"
"Ναι αλλά είναι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά. Δεν αναγνωρίζω τίποτε. Σαν να μην έχω ξαναδεί το τοπίο..."
κι ήταν εντυπωσιακό πως είχα ανέβει στο Μύτικα τέσσερις φορές από την ίδια διαδρομή. Είχα πατήσει στα ίδια σημάδια. Είχα ξανανέβει τα ίδια βράχια. Δεν είχα νιώσει  ίχνος φόβου ή ανασφάλειας ποτέ. Ήταν τόσο εύκολη η διαδρομή για εμένα που είχα σκεφτεί με θράσος πως η ανάβαση στον Μύτικα και η δυσκολία που όλοι αναφέρουν ήταν υπερεκτιμημένη. Θυμάμαι πως από όλη την διαδρομή της ανάβασης αυτό το κομμάτι στο Λούκι ήταν πάντα αυτό που περίμενα. Το αγαπημένο μου.
Όπου δεν περπατούσες πια, μα σκαρφάλωνες στα τέσσερα. Πατούσες από βράχο σε βράχο με τα χέρια και τα πόδια να απλώνονται και το μυαλό να δουλεύει με χίλια. 
Θυμάμαι αδρεναλίνη και χαρά. Θυμάμαι να ανεβαίνω με άνεση και ταχύτητα. Θυμάμαι να σταματάω να κοιτάζω κάτω και να γελάω ευτυχισμένη κάνοντας αστεία με τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν ή με αυτούς που είχα μπροστά μου. Πως είναι δυνατόν το μυαλό να μου παίζει τέτοιο παιχνίδι; Πως ήταν δυνατόν να είχα μια τόσο στρεβλή μνήμη για αυτή την εμπειρία που τώρα μου προκαλούσε πανικό;

Οι σκέψεις με μπλόκαραν και για κόμη μια φορά γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα κάτω...Το όνειρο μου ήταν να ανέβω στο Μύτικα με ήλιο. Μου έλεγαν πως βλέπεις μακριά τη θάλασσα, τα πόδια της Χαλκιδικής ακόμη και το Άθως...Μα κάθε φορά ήμουν άτυχη γιατί είχε κακοκαιρία. Η ομίχλη πυκνή έφτανε μέχρι το Λούκι και ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να δω μακριά. Πάντα  η ορατότητα μου έφτανε στα δυο με τρία μέτρα και μετά μόνο φανταζόμουν τι είναι πιο κάτω. 
Δεν έβλεπες που πας ούτε από που ήρθες. Δεν έβλεπες τους ανθρώπους πάνω ή κάτω σου μόνο τους άκουγες...οπότε τώρα να! Η ευκαιρία να δω το τοπίο ήταν εδώ, μα αυτό ήταν καταστροφικό. Ξαφνικά έβλεπα το απόλυτο χάος. "Αν πέσεις από εκεί είσαι μόνος"...θυμήθηκα τα λόγια του παλιού φίλου. Αν πέσω δεν θα με κρατήσει τίποτε τίποτε! Θα φτάσω στο Λιτόχωρο κατρακυλώντας. Θα βρούνε τα κομμάτια μου στη διαδρομή.Ένα στραβοπάτημα, ένας σαθρός βράχος και τέλειωσε...τα παιδιά... τι μαλακία έκανα! Ενιωθα ίλιγγο.Φρίκη!

Έμεινα εκεί στο βράχο. Κόκαλο. Έπαθα την μεγαλύτερη κρίση πανικού της ζωής μου.Δεν είχα ανάσες. Δεν είχα αέρα.Ο φόβος με κατάπινε. Δεν τολμούσα να ανοίξω τα μάτια ή να κουνηθώ.Το σώμα μου έτρεμε σαν κομπρεσέρ.
"Κυρ Θόδωρε" του είπα με τα μάτια κλεισμένα σφιχτά. "Δεν μπορώ να το κάνω.Δεν μπορώ να ανέβω φοβάμαι..."
Τον κοίταξα που στεκόταν λίγο πιο κει..."φοβάσαι ε;"..Κατέβασε το κεφάλι και μετά μου είπε "Καλά. Πάρε μια ανάσα και κατεβαίνουμε." 
Ξαφνικά ένιωθα να πνίγομαι, να ασφυκτιώ. Ήθελα να κατέβω μα δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Ήθελα να έρθει να με πάρει ελικόπτερο. Ήθελα να κλείσω τα μάτια και να βρεθώ στο καταφύγιο. Είσαι μαλάκας. Έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά...είσαι ηλίθια!
Πως γίνεται τότε να μην φοβόμουν και τώρα να φοβάμαι τόσο πολύ...πως γίνεται τότε να σνομπάρω όποιον μου έλεγε πως διστάζει να το κάνει γιατί φοβάται και τώρα έγω να έχω μείνει καρφωμένη στο βράχο και να έχω γίνει ένα με αυτόν από τον τρόμο;
Άκουσα τον κυρ Θόδωρο,  να προσπαθεί να μου πιάσει κουβέντα κι έμοιαζε σαν να ήταν στο μυαλό μου...
"Πότε ανέβηκες στην κορυφή τελευταία φορά;"..."πριν δέκα χρόνια" του απάντησα....έμεινε για λίγο βουβός κουνώντας το κεφάλι  κι ύστερα είπε..."εεεε! Κατερίνα, ανέβηκες με τη δύναμη της νιότης. Γι' αυτό δεν είχες φόβο!"

Ήθελα να κλάψω...γιατί μόλις είχα ανακαλύψει πως αυτή η δύναμη της νιότης με είχε εγκαταλείψει...Κάποτε σε μια ομιλία μου, είχα πει πως όσο πιο πολύ δένεσαι με τη ζωή, τόσο πιο πολύ φοβάσαι. Να λοιπόν που ήμουν δεμένη, δεμένη, δεμένη με τη ζωή. Με τις λατρεμένες ζωές των αγοριών μου και φοβόμουν. Φοβόμουν δαιμονισμένα.

Την ώρα εκείνη περνά η παρέα των Γάλλων ορειβατών, ντυμένοι ρόμποκοπ της ορειβασίας. Εξοπλισμός, κράνη, παπούτσια, χρώματα...Ανέβαιναν χαλαρά σαν να έκαναν περίπατο και τελευταίος ήταν ένας κύριος που το προηγούμενο απόγευμα μου είχε μιλήσει σε σπαστά Ελληνικά. Με είδε να στέκομαι εκεί παγωμένη. Με προσπέρασε κι αμέσως μετά γύρισε και μου είπε  μιλώντας μου Ελληνικά με Γαλλική προφορά..."Κοιτάς όχι πανώ, όχι κατώ. Κοιτάς μόνο πόντια μού, πατάς όπου παταώ. ντακόργ;" 
"Ντακόρ"...απάντησα με μια γκριμάτσα χαμόγελου και τα μέλη μου σαν να απομαγνητίστικαν και μπόρεσαν να ξεκολλήσουν από το βράχο. "Άιντε Κατερίνα πάμε!" Φώναξε ο Θόδωρος κι αρχίσαμε να προχωράμε.
Η καρδιά μου στο στόμα κι ο φόβος μου δεν με  εγκατέλειψε στιγμή. Ένιωθα ιδρωμένη.
Παγωμένη. Ένιωθα πως δεν είχα επιλογή πια ήμουν πολύ ψηλά για να πάω οπουδήποτε αλλού. Προχωρούσα αργά κι υπήρχαν στιγμές που ο φόβος γινόταν μεγαλύτερος από το βουνό. Πάγωνα από το φόβο, σαν σκεφτόμουν το χάος από κάτω. Σαν σκεφτόμουν "ένα λάθος βήμα, ένα λάθος βήμα"....μα πατούσα γερά στα βήματα του μπροστινού μου και σκεφτόμουν  την επιστροφή κι ένιωθα αγαλλίαση. Που και που έβλεπα στα βράχια εκεί που πατούσαν τα πόδια μου ή εκεί που έπιαναν τα χέρια μου, μικρά λουλούδια πανέμορφα και σκεφτόμουν "που ζεις εσύ μικρούλι. Πως τα καταφέρνεις εδώ πάνω ολομόναχο. Για ποιόν ανθίζεις;"...Κι ύστερα σαν χαζή μονολογούσα..."Για ποιόν ανθίζεις; Για ποιόν ανθίζεις; Για ποιόν ανθίζεις;"... σαν ρομπότ.

Ανεβαίναμε σιωπηλά και κάποια στιγμή ρώτησα πόσο ακόμη έχει. Αν είμαστε μακριά. Ο τύπος μπροστά μου σταμάτησε και με το μπατόν του μου έδειξε ψηλά. "Εκεί...όχι μακργιά". 
"Θα φτάσουμε γρήγορα" συμπλήρωσε ο κυρ Θόδωρος και τότε ο Γάλλος σταμάτησε απότομα με κοίταξε και είπε αυστηρά..."Νο Νο! Ντεν τέλει φτάσει γκργηγκογά.Τέλει φτάσει!"

Τέλει φτάσει λοιπόν! Κι έφτασε...Ήταν η πρώτη φορά που ήμουν εκεί στην κορυφή και δεν μπορούσα να το απολαύσω! Σκεφτόμουν την επιστροφή με πανικό. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως το έκανα. Πως διάολο ήμουν και πάλι εκεί μετά από τέτοιο φόβο!
Έγραψα στο βιβλίο των επισκεπτών κάτω από τον κυρ Θόδωρο που καλημέριζε το Δία και σιγά σιγά, ηρέμησα. 


Ζήτησα να κατέβουμε μα ο κυρ Θόδωρος μου είπε "έχουμε χρόνο απόλαυσε λίγο τη θέα!" μου πρότεινε και κοίταξα γύρω μου...
Ω Θεέ μου...ήταν το πιο άγριο υπέροχο, συγκλονιστικό τοπίο!
Έβλεπα αυτό που ονειρευόμουν. Ως πέρα μακριά. Τα σύννεφα να ταξιδεύουν.Τη θάλασσα στον ορίζοντα. Τις υπόλοιπες βουνοκορφές. Ανθρώπους να προχωρούν στο Στεφάνι και να στέκονται απέναντι στο διάσελο καθώς ανέβαιναν από την Κακόσκαλα.Τα Καζάνια μπροστά κι όλα στα πόδια μας σε αυτό το απέραντο παντοτινό τοπίο...





Ήθελα να πω, να κάνω, να μοιραστώ μα ήταν τόσο το "νιώσιμο" που όλα ήταν λίγα. Κάθισα εκεί στο βράχο  με το μυαλό θολό και τράβηξα μια φωτογραφία τον εαυτό μου, με το σήμα της νίκης.

instagram

Ο Γάλλος που μιλούσε Ελληνικά μου πήρε την μηχανή και με τράβηξε μια φωτογραφία σε εκείνο ακριβώς το σημείο, με ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη. 


Οι Γάλλοι μου ζήτησαν να τους βγάλω μια φωτογραφία κι ύστερα μας τράβηξαν κι εμάς μια με τον κυρ Θόδωρο... να χαμογελάμε στο φακό και όταν την κοιτώ μου βγαίνει μια χαρά απίθανη καθώς είναι μια φωτογραφία γεμάτη φως. Μια φωτογραφία νικητήρια, όπου δεν φαίνεται καθόλου η αγωνία που ένιωθα σκεφτόμενη την κατάβαση...


Λίγο πριν αποχωρήσουμε πήρα μαζί μου πέτρες από την κορυφή για να τις δώσω στα αγόρια, με στόχο μια μέρα να τις γυρίσουν οι ίδιοι και να τις ξαναβάλουν στο βουνό μιας κι ανήκουν εκεί. Στην κορυφή τους!

Εσύ στέκεσαι εκεί και ακούς τις φωνές όλων όσων ανεβαίνουν.Τους βλέπεις μπροστά σου λίγο πριν φτάσουν.Βλέπεις πρώτα τα χέρια τους, μετά το κεφάλι και μετά ξεπροβάλλουν ολόκληροι με το πρόσωπο να δείχνει την καταπόνηση μα και την ευτυχία. Τα χαμόγελα γίνονται πλατιά και οι χαιρετισμοί εγκάρδιοι και φιλικοί, σε διάφορες γλώσσες...Εκεί ψηλά, δεν σας χωρίζει τίποτε. Εκεί ψηλά τίποτε δεν έχει σημασία. Μόνο οι άνθρωποι...


Πριν πάρουμε το δρόμο του γυρισμού αποχαιρετιστήκαμε με τους Γάλλους που θα ακολουθούσαν άλλη διαδρομή επιστροφής κι ο Ελληνικής καταγωγής Γάλλος μου φώναξε. "Κατεβαινείς κωλό κωλό. Όπου ντισκολά κατεβαινείς μπργοστά να κοιτάς το βργάχο." 
Χέρια που σηκώνονται στον αέρα, ξένοι μα σύντροφοι πια χαιρετιούνται κι ο κυρ Θόδωρος και πάλι μιλά..."Στο κατέβασμα πέντε μέλη κάτω. Χέρια πιάνουν, πόδια πατούν και κώλος ακουμπάει κάτω, όλη την ώρα. Η γλίστρα θέλει γερά κρατήματα". 
Μεταφορική σοφία κουβαλούν τα λόγια του, μα δεν ξέρω αν το ξέρει...

 Η επιστροφή ήταν πιο εύκολη για εμένα. Αυτό το θυμόμουν κι από πριν. Το μόνο που θυμόμουν σωστά. Απορώ γιατί, καθώς στην επιστροφή έχεις πλήρη θέα του τοπίου και του γκρεμού. Παρόλα αυτά η αίσθηση για εμένα ήταν αλλιώτικη...Ένιωθα πιο ήρεμη. Σαν το δύσκολο να είχε περάσει...Στην κατάβαση είσαι και πάλι κολλημένος στα βράχια μα ανάποδα. Δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Αν κάνεις δεύτερο βήμα και έχεις λίγη παραπάνω φόρα, θα "πετάξεις" στο απόλυτο κενό. Κυριολεκτικά!

Η καρδιά βροντοχτυπα...σέρνεσαι στα βράχια. όλα τα μέλη να ακουμπούν στη γη. Η αγωνία τεράστια μην στραβοπατήσεις. Μην τεντωθείς κι αναγκαστείς να αφήσεις κάποιο μέλος στον αέρα. Όλα τα μέλη να ακουμπούν γη...δεν χαλαρώνεις! Αν πέσεις είσαι μόνος σου...




Παρόλη την αγωνιώδη κατάβαση, κατάφερα  μιας κι ένιωθα λίγο καλύτερα να τραβήξω κάποιες φωτογραφίες με μια παρέα που ανέβαινε. Είχαν μαζί τους μια κοπέλα που είχε κολήσει κι εκείνη από το φόβο της. Με ρώτησε κοιτώντας το βράχο "είναι μακριά;"..."Εχεις κάνει το πιο δύσκολο" της απάντησα...νιώθοντας κάθε μικρό της παγωμένο φόβο!

Λίγο πριν το τέλος ο κυρ Θόδωρος μου φώναξε. "Μην χαλαρώνεις Κατερίνα...εδώ πέφτουν οι πιο πολλοί. Υποτιμούν και χαλαρώνουν γιατί νομίζουν πως τέλειωσε." 
"Δεν τέλειωσε;" Ρώτησα. 
"Δεν τέλειωσε μέχρι να τελειώσει!"
 Μου απάντησε με απόλυτη σοφία, αυτός ο έξυπνος  Κοζανίτης που ανέβαινε το βουνό των Θεών σαν να' τανε ένα από τα ζωντανά του. Χαλαρός, ήρεμος, υπομονετικός, στωικός. Σχεδόν σοφός. Έτσι σε κάνει το βουνό.
Περνώντας άφησα ένα μαμαδίστικο φιλί με το χέρι μου στην ταμπέλα την καρφωμένη στο βράχο...Στον 14χρονο αητό...

Σαν φτάσαμε κάτω πια τα είπαμε πίνοντας το ζεστό μας τσάι κι ανταλλάξαμε τηλέφωνα. "Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα το κατάφερνα ποτέ". Του είπα. "Να είσαι καλά. Σε ευχαριστώ. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανες για εμένα σήμερα."
Κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι και μου είπε με συγκίνηση."Θα με πάρεις τηλέφωνο και του χρόνου θα ανεβάσουμε και το γιο σου!" Συγκινήθηκα κι εγώ...κι άρχισε μέσα μου πάλι να δουλεύει το όνειρο...Τα όνειρα, είναι βλέπεις πιο δυνατά από τους φόβους...

Είδα τον κυρ Θόδωρο να φεύγει με το σακίδιο στην πλάτη και μια γκλίτσα στο χέρι. Σκαλιστή. 
"Η φιλενάδα μου", μου είπε γελώντας. Του ταίριαζε απόλυτα! Ένα με το βουνό του, ορεσίβιος και τόσο αληθινός,  χάθηκε πίσω από την ομίχλη που κατέβαινε.
Έμεινα μόνη και πάλι στο καταφύγιο. Ήπια έναν δυνατό μοναχικό καφέ και κοίταζα τα σύννεφα να έρχονται.Το τοπίο άλλαζε, ερχόταν καιρός...
Ένιωθα απόλυτη γαλήνη. Ένιωθα ευλογία. Ένιωθα αυτό που νιώθεις σαν το μυαλό και το σώμα σου έχουν καταφέρει κάτι πολύ μεγάλο. Ένιωθα  ολόκληρη! Όχι ολοκληρωμένη...Ολόκληρη. Ένας γεμάτος ολοζώντανος κύκλος ενέργειας και δύναμης. Είχα βρει όλα όσα έψαχνα. Όλα όσα ζητούσα. Πήρα της απαντήσεις στα ερωτήματα μου και έπαιρνα πια πανευτυχής το δρόμο του γυρισμού!
"Για ποιον ανθίζεις;"...
"Για εμένα!"

instagram
Διάλεξα να γυρίσω από άλλο δρόμο κι όχι από εκεί που ήρθα. Ήταν γιατί ήθελα να ξαναδώ τα μονοπάτια με τα πέτρες στο Λαιμό και τη θέα από εκείνη τη μεριά όπου βλέπεις σχεδόν από παντού τη θάλασσα.
Χαιρέτησα το καταφύγιο και φορτωμένη με το βαρύ μου σακίδιο και φτερά στα πόδια πήρα το δρόμο της επιστροφής...εκεί που πάντα έχει νέες περιπέτειες...


Περνάς από το Οροπέδιο των Μουσών και πίσω σου ο θρόνος του Δία. Νιώθεις ευφορία και απόλυτη ηρεμία. 


Τα αγριοκάτσικα δεν φοβούνται πια και κατεβαίνουν μέχρι εσένα μα με το που θα κάνεις μια απότομη κίνηση χάνονται σαν αστραπή στις πλαγιές. Ο αέρας είναι παγωμένος και ξυρίζει. Περνάς μπροστά από το καταφύγιο του Κάκκαλου. Αν έχεις χρόνο και κέφι πρέπει να περάσεις από εκεί. Είναι μικρό, μα είναι χτισμένο ακριβώς πάνω στο Οροπέδιο κι έχει απίθανη θέα. Εκεί κατασκηνώνουν οι πιο άγριοι ορειβάτες, οι εξοικειωμένοι με το βουνό.Μικρές, μικρές σκηνές φυτεμένες παντού. Αν περάσεις και είσαι τυχερός, θα γνωρίσεις τον διαχειριστή του καταφυγίου τον Μιχάλη Στύλλα.Ένας απίθανος τύπος. Έχει ανέβει βουνά και βουνά σε όλο τον κόσμο. Ζει μόνιμα στον Όλυμπο και το Χειμώνα κάνει σκι στο Οροπέδιο κι αναρρίχηση στους παγετώνες. 
Ανήκε στην ομάδα της πρώτης αποστολής στο Έβερεστ το 2004 την χρονιά των Ολυμπιακών. Πάτησε στην κορυφή, στη Στέγη του Κόσμου, μα άφησε έναν φίλο του εκεί και μπορείς "εδώ" να διαβάσεις αυτή την απίθανη ιστορία για το χαμό του κολλητού, πολύτιμου σχοινοσύντροφου και συνοδοιπόρου του στα βουνά, έτσι όπως ο ίδιος την περιέγραψε. 
Είχα την τιμή να τον γνωρίσω πριν χρόνια στην τελευταία μου ανάβαση με την Ιθάκη...κι είναι από αυτούς τους ανθρώπους που χαράζονται. Βλέπεις το ήθος και την ταπεινότητα μαζί σε μια ευγενική και πελώρια ψυχή.
Τέτοιους ανθρώπους πρέπει να γνωρίσεις στη ζωή σου, οπότε πέρνα από τον Κάκκαλο κι αν έχεις χρόνο μείνε και μια βραδιά! Θα είναι μια βραδιά δώρο.

Αντιανεμικό και γρήγορο περπάτημα και το μονοπάτι φιδίσιο μπροστά σου.Το Οροπέδιο είναι μέρος γεμάτο ενέργεια. Βλέπεις εδώ τις Μούσες να χορεύουν με τα λευκά φορέματα τους να ανεμίζουν...Τι υπέροχη εικόνα. Τι μέρος διάλεξαν οι άνθρωποι για να κατοικήσουν εκεί οι θεοί τους!


Το μονοπάτι στενό και κακοτράχαλο και πάλι, μα αλλιώτικο. Περνάς το διάσελο. Παντού το χάος. Γύρω ομίχλη και αγριάδα, κι όμως η ομορφιά περισσεύει. Λαιμός, το πέρασμα του Γιόσου, Σκούρτα, πέτρα και βράχια γλιστερά που δίνουν τη σειρά τους σε μονοπάτια με χαμηλή βλάστηση. Το τοπίο μοιάζει με τα highlands. 




Ομίχλη, χάος. αέρας και μια αγριάδα καταπράσινη γραπωμένη στα βράχια. Πανέμορφα. Αρχίζεις και πάλι να βλέπεις ανθρώπους. Χαιρετούρες γεμάτες ενθουσιασμό σε κάθε γλώσσα. Πετάς! Κατεβαίνεις.Κάποιοι ανεβαίνουν ξέπνοοι.Σε ρωτούν πόσο απέχει το καταφύγιο.Έχουν δρόμο πολύ κι ανηφορικό, μα τους δίνεις κουράγιο. Είναι στο τέλος. Όσο δύσκολο κι αν είναι είναι το τέλος πια... 



Εκεί πάνω στο Λαιμό ακριβώς στο διάσελο συναντώ μια ομάδα παράξενη...περνούν από μπροστά μου και νομίζω πως βλέπω φαντάσματα..."Που πάτε ρε γενναία παλικάρια;" 
Ρωτάω με ενθουσιασμό και περιέργεια. "Γεια σου κυρία"...μου απαντά ξέπνοα, ένας πιτσιρικάς...Μετράω 8 συνολικά πιτσιρίκια με τρεις άντρες συνοδούς...Δεν το πιστεύω. Απλά δεν το πιστεύω! "Πόσο χρονών είναι τα παιδιά:" ρωτάω τον έναν άντρα. Χαμογελά, "7, 6, 8"...και μου δείχνει τα πιτσιρίκια στη σειρά!
"Μπράβο ρε παιδιά"...τους φωνάζω. Μπράβο!


Η θάλασσα παντού ξεπροβάλει σε κάθε πλαγιά, μετά από κάθε σου στροφή. Είναι το δώρο σου αυτό το τοπίο. Αυτός ο ήλιος. Αυτός ο τόπος. Αυτή η πελώρια προσωπική διαδρομή. Είναι το δώρο σου...

Εκεί κάτω...όλα όσα αγαπάς κι όλα όσα μισείς. Εκεί κάτω τα "βουνά" σου κι εσύ ψηλότερος. Πάνω από όλα. Σε μια στιγμή απόλυτης  εσωτερικής σιγής. Σαν να σταμάτησαν όλα να λειτουργούν και θα πάρουν μπροστά μόλις κατέβεις. Εκεί μακριά τα "βουνά" σου...και για πρώτη φορά διαπιστώνεις πως από διαφορετική οπτική...όλα αυτά τα "βουνά", όλοι οι Άγγελοι κι οι Δαίμονες...φαντάζουν αλλιώς. 


...Περνάς από τη Σκούρτα και βγαίνεις πια από την Αλπική Ζώνη. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά. Βλέπεις θαύματα πολλά και σιγά σιγά κατεβαίνεις και μπαίνεις πια και πάλι  στο δάσος με τα υπεραιωνόβια ρόμπολα. 




Όχι δεν έχεις δει τόσο μεγάλα δέντρα ξανά. Πελώρια. Νιώθεις νάνος μπροστά τους. Ασήμαντος. Έχουν διάφορα σχήματα παράξενα. Λαξευμένα από τους άγριους αγέρηδες και τις χιονοθύελλες. Περπατάς πια στη σκιά τους. Παντού λουλούδια.Μικρά κι άγρια. Χρωματιστά σαν μικρές χαρούμενες  πινελιές μέσα στην αγριάδα του τοπίου. Φτάνεις στην Πετρόστρουγγα...είσαι πια τόσο κοντά στο τέλος του ταξιδιού σου!

Τραγουδάω δυνατά. Κάπου εκεί στο δάσος με τα ρόμπολα συναντώ και πάλι τρεις άντρες. Έχουν μαζί τους παιδιά στην εφηβεία. Τρία κορίτσια κι ένα αγόρι. Χαιρετιόμαστε και με κοιτούν με περιέργεια. "Γυναίκα μόνη;" Με ρωτά ο ένας...
Ναι! Απαντώ χαμογελώντας "Δεν φοβάσαι;" Με ξαναρωτά.
"Τι να φοβηθώ;" Ρωτάω...
Δεν έχει να μου απαντήσει, απλά με κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα και ο διπλανός του απαντά...
"Μόνο μαντριά έχει παρακάτω...τι να φοβηθεί;"
"Μπράβο σε εσάς πατεράδες που φέρνεται τα παιδιά στο βουνό..." τους λέω και χαιρετιόμαστε κι ακούω από μακριά να μου φωνάζουν "Μπράβο σε εσέεεενα. Μπράβοοοο..." κι η ηχώ της φωνής τους, με ακολουθεί για λίγο σαν τρυφερή συντρόφισσα. 
Γυναίκα μόνη δεν φοβάσαι; Σκέφτομαι...Φοβάμαι κολασμένα...μα όχι αυτά που νομίζεις.

Έχω πια χαλαρώσει. Περπατώ σχεδόν τρέχοντας. Τραγουδάω. Είμαι αλλού και ξάφνου. Το πόδι γλιστράει στο χιλιοπατημένο μονοπάτι.Το χώμα είναι σαν σκόνη. Σκέτο γυαλόχαρτο. "Πέφτω", σκέφτομαι και βάζω το χέρι να κρατηθώ.Το βάρος του  σακίδιου με τραβάει μπροστά. Βάζω το χέρι στο κεφάλι να το προστατεύσω και πέφτω μονοκόμματη στο ισιάδι! 
Έχω χρόνια να πέσω.Το σοκ είναι μεγάλο και επίπονο.Όταν ήμασταν παιδιά ξέραμε να πέσουμε γιατί πέφταμε συχνά, μα κι αυτό είναι κάτι που φεύγει με τη νιότη και το ξάφνιασμα είναι τεράστιο. 

Πέφτω στη ρίζα ενός δέντρου. Κλαδιά και πέτρες μου σκίζουν την αριστερή πλευρά. Χέρι, πόδι. Το αίμα τρέχει και ορμάνε οι κρεατόμυγες που είναι παντού στο μονοπάτι λόγω των μουλαριών. Οι πληγές μεγάλες κι έχουν γεμίσει χώμα...Πονάω απίστευτα...νιώθω τελείως ηλίθια! Περπατώ και βλέπω μπροστά μου ένα παγκάκι στη μέση του πουθενά. Σκέφτομαι πως για κάποιο λόγο βρίσκεται εκεί και κάθομαι να ξεπλύνω τις πληγές για να γλιτώσω από τις μύγες...Καθισμένη στο ξύλινο παγκάκι κοιτάζω το δέντρο στη ρίζα του οποίου έπεσα και απλά δεν το πιστεύω! Το φωτογράφισα για να το δείξω να το πιστέψουν κι άλλοι. Έπεσα σε αυτό το δέντρο!!! Τυχαίο; Δεν νομίζω!


Κατεβαίνοντας ένας ξάδερφος γελώντας μου είπε πως το δέντρο αυτό είναι βέβαια διάσημο για  ευνόητους λόγους και το λένε...."τα  αρ...α του Δία" και στην φωτογραφία δεν φαίνεται καλά μα αυτές οι δυο μπάλες στη βάση του είναι απλά τεράστιες!
Εκεί μπροστά έπεσα εγώ λοιπόν κι αυτό είναι αστείο πολύ και κρύβει μια ειρωνεία μιας και στο βουνό μπορείς να την πάθεις παντού και σε κάθε στιγμή...
Και ναι! Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, το βουνό όποτε θέλει μπορεί να σε σταματήσει...κι όσο μεγάλος και δυνατός κι αν νιώθεις μια κλωτσιά και μένεις με ένα ειρωνικό υπονοούμενο που στο έδωσε ποιος; Ένα δέντρο!
Η πληγή στο πόδι, με ταλαιπώρησε πολύ! Τρεις μέρες δεν μπορούσα να περπατήσω γιατί όλη η γάμπα ήταν πρησμένη κι ένιωθα το αίμα να σφυροκοπά στις πληγές....μα πέρασε κι έμεινε μια απαίσια ουλή...σημάδι και παράσημο, έγραψα στο instagram...Ο Όλυμπος μου υπενθύμισε, "ανέβηκες γιατί σε άφησα..."

Από εκεί και μετά οι σκέψεις μου στην επιστροφή ήταν διαφορετικές. Έφυγε η έπαρση της επιτυχίας κι άρχισα να σκέφτομαι τι σημαίνει η λέξη κατάκτηση...Πόσο υπερφίαλη είναι αυτή η λέξη. 
Η κατάκτηση της κορυφής.Τα βουνά δεν τα κατακτάς αποφάσισα.Τα βουνά τα περπατάς.
Τα ανεβαίνεις, τα κατεβαίνεις μόνο αν εκείνα σε αφήσουν, όσες φορές και να το κάνεις ποτέ δεν μπορείς να κατακτήσεις κάτι τόσο μεγάλο, κάτι τόσο πέρα από τις δυνάμεις και τον έλεγχο σου. Τα βουνά τα  περπατάς και κατακτάς μόνο εσένα.
Τους φόβους, τις ανησυχίες, και τις ανασφάλειες, τις δυσκολίες σου, τις αλήθειες σου. Κατακτάμε μόνο τα βουνά μέσα μας...κατέληξα, αν και κάποιες φορές είναι αδύνατο ακόμη κι αυτό...

Τα πόδια  τα νιώθεις πια κομμάτια. Γάμπες, δάχτυλα των ποδιών, νύχια. όλα πονούν.Ουρλιάζουν από τον πόνο. Περπατάς αργά, κατεβαίνεις μια απίθανα  κατηφορική διαδρομή, που είναι απίθανα κακοτράχαλη. Πέτρες σαθρές, κορμοί δέντρων, κλαδιά, βράχια διάσπαρτα. Δεν το πιστεύεις πως η κατάβαση πονάει τόσο...Ναι η κατάβαση πάντα πονάει περισσότερο... σε όλα, να το θυμάσαι....και να φοράς δυο νούμερα μεγαλύτερα παπούτσια, αλλιώς θα χάσεις τα νύχια σου...

Μπήκα πια στο δάσος με τις οξιές...τέλειωσε, σκέφτηκα με ανακούφιση και θλίψη...Τέλειωσε!


Όταν έφτασα στην Γκορτσιά απόγευμα πια...ήμουν μόνη...ολομόναχη! Ένας ηλικιωμένος  άντρας μόνο, ντόπιος στεκόταν εκεί κάνοντας την δουλειά του στο λατομείο. Με κοίταξε καθώς κατέβαινα...Είδε το  αίμα..."Τι χάλια είναι αυτά; Έπεσες;" Με ρώτησε...
Γνωρίζοντας τους ανθρώπους του τόπου μου, ξέρω καλά πως αυτός είναι ο τρόπος να δείξουν ενδιαφέρον. Έτσι ακριβώς μιλούν, αυτή είναι η φροντίδα τους...
"Έπεσα"του απάντησα....
"Χτύπησες και στο χέρι; Καλά  μόνη σ, ήσαν;"
"Μόνη"...απάντησα...
"Εμ! Δεν έχεις μυαλό!"
"Εμ δεν έχω"...απάντησα...γελώντας γιατί ήταν σαν να μου μιλούσε ο ορεσίβιος παππούς μου καλή του ώρα στον Παράδεισο...

Κατεβαίνεις κι ανοίγεται μπροστά σου ένα ισιάδι. Το δάσος πυκνό και μετά το ξέφωτο.Ακούς τα κουδούνια από τα ζώα.Ο ήχος σου προκαλεί ανυπομονησία. Είσαι πια κουρασμένος πολύ και κάθε βήμα είναι επίπονο. Μα είσαι πια κοντά. Έφτασες. Ανοίγεται μπροστά σου ένα μεγάλο ξέφωτο.Νιώθεις πως θέλεις να τρέξεις προς αυτό.Να εκτοξευθείς. Φτάνεις εκεί και είναι σαν ένα μικρό μπαλκόνι και περνώντας το ανοίγεται μπροστά σου μια αλάνα μεγάλη και θα ήθελες εκεί να είναι μια κορδέλα με το τέρμα κι άνθρωποι να σε χειροκροτούν.Έτσι νιώθεις.Σαν να ολοκλήρωσες ένα μεγάλο αγώνα με αντίπαλο εσένα!
Πρέπει να ανέβεις στον Όλυμπο, για πολλούς λόγους. Γιατί ζεις εδώ. Γιατί είναι ένα βουνό γεμάτο Ιστορία κι ενέργεια. Γιατί θα σου μάθει πολλά. Γιατί μπορείς. Γιατί υπάρχουν όλοι αυτοί που θέλουν μα δεν μπορούν. Γιατί είσαι τυχερός αυτό το αρχαίο βουνό να είναι κομμάτι της πατρίδα σου και πρέπει να το περπατήσεις. Γιατί θα σε κάνει να νιώσεις πολλά.Θα σου δοθεί απλόχερα αν του αφεθείς...Πρέπει να δοκιμαστείς να φτάσεις στα όρια σου κι είναι εκεί ακριβώς για αυτό.
Κάποιοι ανεβαίνουν όσο πιο γρήγορα μπορούν σαν να είναι αγώνας δρόμου. Ρωτούν σε πόσες ώρες ανέβηκες και όσο πιο λίγες οι ώρες τόσο πιο μάγκας...όχι. Τα βουνά να τα ανεβαίνεις όπως μπορείς. Δεν έχει παράσημο για την ταχύτητα. Ο Όλυμπος θέλει χρόνο.Θέλει να τον νιώσεις στο πετσί σου. Θέλει να τον περπατήσεις αργά σαν να ζεις μαζί του μια μαγική ερωτική περιπέτεια που είναι βασανιστική μα δεν θέλεις να τελειώσει και σαν τελειώσει θέλεις να έχει χαραχτεί κάθε πολύτιμη λεπτομέρεια. 
Οι μυρωδιές, τα χρώματα, τα σύννεφα, η ομίχλη κι η υγρασία της να σου υγραίνει το πρόσωπο. Τα αγριοκάτσικα, τα μικρά αγριολούλουδα, όλα αυτά πρέπει να δεις...και θα τα δεις μόνο αν δώσεις χρόνο στον εαυτό σου, να περπατήσεις αργά, γιατί δεν ανταγωνίζεσαι κανέναν. Ο χρόνος είναι όλος δικός σου...Δώσε τον στον εαυτό σου. Είναι ένα προνόμιο αυτός ο χρόνος που δεν πρέπει να χάσεις...Θυμήσου τα λόγια του Γάλλου..."Δεν θέλεις να φτάσεις γρήγορα, θέλεις να φτάσεις"...

Τέλειωσε. Ήρθε και με παρέλαβε το τρελό αγόρι κοιτώντας με φρίκη την πληγή μου, ενώ  με χειροκροτούσε καθώς περπατούσα σα σπασμένη προς το αμάξι. Με επανέφερε στον πολιτισμό. Γύρισα σπίτι πανηγυρικά. Έπεσα στο κρεββάτι και δεν ήξερα που ήμουν από την κούραση.
Ο Γιώργος, μικρός μου γιος κούρνιασε στην αγκαλιά μου κι ύστερα από λίγο είδε την πληγή μου. Με κοίταξε από απόσταση.Τρόμαξε νομίζω και με ρώτησε αν πόνεσα.
"Πόνεσα" του απάντησα. "Έκλαιγες;" Με ξαναρώτησε. 
"Όχι καλέ μου" του απάντησα..."Εγώ θα έκλαιγα και θα ακουγόμουν από το βουνό, ως εδώ στο σπίτι" μου είπε...
Αυτό είναι προνόμιο παιδικό είπα μέσα μου....μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να κάνουμε τους σκληρούς όταν αφορά το σώμα, ενώ κλαίμε για πληγές που δεν φαίνονται...

Πέρασαν πια μέρες και σκέφτομαι όλον αυτό τον καιρό, πως αξιολογώ αυτή την εμπειρία. Γιατί έχει καταγραφεί στο μυαλό μου σαν  συναίσθημα καθαρής κι απόλυτης γαλήνης. Σαν θέλω να σκεφτώ κάτι για να ηρεμήσω σκέφτομαι εκείνη την απίθανη περιπλάνηση...κι ήταν μικρή τόσο μικρή, μα φτάνει για να βγάλω το Χειμώνα...Έτσι νιώθω!
Ήταν οι διακοπές μου. Ήταν το δώρο στον εαυτό μου...
Ξέρω πως  για ανθρώπους που κάνουν σπουδαία και σημαντικά επιτεύγματα στη ζωή τους, για ανθρώπους που ανεβοκατεβαίνουν πελώρια πανύψηλα βουνά και τρέχουν σε υπερμαραθώνιες διαδρομές, για ανθρώπους που κάνουν αναρριχήσεις και επικίνδυνα αθλήματα, για ανθρώπους που ξέρουν να ξεπερνούν φόβους και να ελέγχουν μυαλό και σώμα, αυτή ήταν σίγουρα μια υπερβολική περιγραφή μιας απλής ανάβασης...
Μα για εμάς τους κανονικούς ανθρώπους...το να πατήσεις σε μια κορυφή, το να διασχίσεις μια κοιλάδα, το να περπατήσεις μόνος σε ένα πελώριο δάσος...δεν είναι κάτι απλό. 
Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν ανδραγαθήματα...και αν συγκριθούμε μαζί τους θα νιώσουμε ασήμαντοι...και το κάνουμε συχνά, ακριβώς γι'αυτό, γιατί είμαστε εκπαιδευμένοι να νιώθουμε ασήμαντοι...
Μα για σκέψου, σκέψου εκείνο το μικρό, μικρό άγριο λουλούδι σκαρφαλωμένο στην άγρια πλαγιά εκεί στη μέση του πουθενά. Να το σκεπάζει το χιόνι, να το παγώνει ο λυσσασμένος βοριάς, να το καίει ο ανελέτος ήλιος κι εκείνο να ανθίζει...
Να ανθίζει γαμώτο και να είναι όμορφο κι άγριο κι ελεύθερο...Κανείς δεν το ρώτησε γιατί είναι τόσο μικρό, τόσο χωμένο στο βράχο, τόσο πρακτικά ασήμαντο...

Εκείνο το μικρό άγριο θαύμα ήταν ότι πιο πολύτιμο συνάντησα στον Όλυμπο...Γι'αυτό ανέβηκα...Για να το δω και να μου μάθει...

"Για ποιόν ανθίζεις;" 
"Για εμένα..."

Ανθισε για εσένα  κι όπου βρεις βουνά ανέβα. Σε περιμένουν Αγγελοι και Δαίμονες...κι ένα μικρό ασήμαντο λουλούδι...που ανθίζει για τον εαυτό του...και για εσένα αν τολμήσεις να πας να το βρεις...
Καλημέρα αγαπημένοι!Αγαπημένοι μου....Κανείς δεν είναι ασήμαντος. 

Να το θυμάσαι και ποτέ να μην αμφιβάλεις. Είσαι σπάνιος. Είσαι σπουδαίος. Είσαι σημαντικός!

Photo: Christos Vlachos Campanula Oreadum
Δεν είναι δική μου φωτογραφία, καθώς ήταν αδύνατο να το φωτογραφίσω...όμως το είδα...για αυτό και το έψαξα...Γιατί με μάγεψε! Είναι η καμπανούλα των Ορειάδων...Ενδημικό αγριολούλουδο του Ολύμπου κι είναι ένα όνειρο σκαρφαλωμένο στα βράχια. Σου μοιάζει ασημαντο;
Καλή εβδομάδα 
                                                                                                       Κατερίνα
Διαβάστε το πρώτο μέρος της ανάρτησης εδώ: Όλυμπος α μέρος...Ένα ταξίδι προς τα μέσα...

Αν θέλετε περισσότερες και πιο πλούσιες πληροφορίες για κάθε ανάβαση στον Όλυμπο αυτή η ιστοσελίδα είναι πραγματικά εξαιρετική. The Hiking Experience