Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Το Κρυφτό.

Το να συναντάς τον εαυτό σου παιδί είναι μια διαδικασία μαγική.Το να έχεις της ευκαιρία να του μιλήσεις, να του κρατήσεις το χέρι , να το αγκαλιάσεις. 
Το να δεις εκείνο το παιδί μικρό και ντελικάτο κι εσύ να ξέρεις την ιστορία του, την συνέχεια του...κρύβει μια θλίψη μα και μια ευκαιρία. Γιατί ξέρεις πως δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να αλλάξεις αυτή την ιστορία μα μπορείς να κάνεις κάτι για να αλλάξεις το τώρα του ενήλικου αυτού πια παιδιού, ανακουφίζοντας το από τη οδύνη του τραύματος του...
Αυτό συμβαίνει σαν δουλεύουμε θεραπευτικά με το πληγωμένο παιδί μέσα μας και σαν της είπα να γράψει ένα γράμμα στο παιδί εκείνο για του μιλήσει, να ανοίξει μια δίοδο επικοινωνίας μαζί του, να το βρει εκεί στο παρελθόν και να του εξηγήσει,να το φροντίσει, να το ταχταρίσει...ένιωσε στην αρχή περίεργα κι ύστερα μια αγωνία για το πως θα είναι η συνάντηση αυτή,  μα ύστερα απλά το έκανε. Κι άφησε το ενήλικο κομμάτι της να συναντήσει μετά από χρόνια  εκείνο το μικρό κοριτσάκι...Να το βρει μέσα στις σκιές του παρελθόντος που κατοικεί πια και να το βγάλει στο φως! 
Το αποτέλεσμα συγκινητικό πολύ κι αποφάσισε με γενναιότητα να το μοιραστεί μαζί μας...



"Γλυκιά μου. Στο σπίτι της μαμάς σου, υπάρχουν περίπου δέκα άλμπουμ με φωτογραφίες σου. Έχεις δύο φουσκωτά μάγουλα κι ένα τεράστιο ζευγάρι μάτια. Τα καστανόξανθα μαλλάκια σου κάνουν μπούκλες στην άκρη. Τα ποδαράκια σου, μοιάζουν με φρεσκοψημένα φραντζολάκια. Είσαι, επιεικώς, για δάγκωμα. Να σε αρπάξω, να σε ζουλήξω, να σε δαγκώσω με τρυφερότητα παντού και πάλι δεν θα μου είναι αρκετό. Μου κάνει εντύπωση το βλέμμα σου. Δεν ξέρω τι ή ποιον βλέπεις, αλλά μου φαίνεσαι σαν να επεξεργάζεσαι κάτι. Η απουσία χαμόγελου, αισθητή. Σε όσες φωτογραφίες γελάς, λάμπεις σαν τον ήλιο. Και γεμίζεις την καρδιά μου με αγάπη και με κάνεις να χαμογελάω. Είναι τόσο λίγες αυτές οι φωτογραφίες σου μικρή μου.

Σε βλέπω να μεγαλώνεις έτσι όπως γυρίζω τις σελίδες των άλμπουμ. Είσαι τριών χρονών τώρα. Μεγάλωσες κι άρχισες τις γκριμάτσες και τα καραγκιοζιλίκια σου. Βλέπω ένα τόσο δα αθώο πλασματάκι να σπάει πλάκα, παίρνοντας διάφορες φάτσες στο φακό. Και γυρνάω σελίδα. Να το πάλι το βλέμμα σου. Λείο. Δεν ξέρω αν υπάρχει περιγραφή τέτοιου βλέμματος, μα να που το βλέπω μπροστά μου και η μόνη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό, είναι το «λείο». Δεν εξιχνιάζεται το βλέμμα σου μικρή μου. Μα σε ξέρω. Και το αναγνωρίζω. Είναι το κλείδωμα σου. Άλλοτε χρωματίζεται από σκιές θλίψης. Άλλοτε από μια νότα ευθυμίας κι αρκετά συχνά από μια δόση απορίας, σαν να μη πιστεύεις στα μάτια σου.
Μεγαλώνεις στις φωτογραφίες. Κι η θλίψη στο κλειδωμένο σου βλέμμα, μεγαλώνει κι αυτή. Ακόμα κι αν μου ήσουν κάποια άγνωστη, η καρδιά μου θα έσφιγγε με αυτό το βλέμμα απέναντί μου – το βλέμμα ενός «γιατί;». Ενός «γιατί» παρατημένου, που δεν περιμένει απαντήσεις. Δεν υπάρχουν εξηγήσεις στα «γιατί» σου, παρά μόνο η απάντηση «γιατί έτσι». Προσπάθησα να σου εξηγήσω τι σημαίνει αυτό στα χρόνια που πέρασαν και πως δεν έχει άμεση σύνδεση μ’ εσένα. Ίσως να μην στο εξήγησα σωστά. Ίσως ακόμα κι εγώ να μην έχω όλες τις απαντήσεις που θα έλυναν τα «γιατί» σου και θα σε ελευθέρωναν. Ξέρεις, αγάπη μου, πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι ντύνουμε με ποικίλες εκλογικεύσεις τα «γιατί» που μας βασανίζουν. Είναι ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούμε για να βγάλουμε νόημα, ενίοτε πετυχημένος, άλλοτε όχι. Αυτές οι εκλογικεύσεις, μπορούν να συσσωρεύσουν τόσο ουλώδη ιστό πάνω στις πληγές σου, που εν’ τέλει η πληγή δεν κλείνει. Κακοφορμίζει. Και πρέπει να την ξύσεις πάλι από την αρχή. Να τη ματώσεις. Να την αφήσεις να ανασάνει. Και να κλείσει. Κι ας αφήσει σημάδι, δεν πειράζει. Δεν είναι άσχημα τα σημάδια μικρή  μου – αποδεικνύουν πως επέζησες και πως τώρα πια μπορείς να αφηγηθείς μια ιστορία. Έζησες.

Σε βλέπω ντυμένη «καμπόη», με δυο κοτσίδια και τη μουσούδα σου μέσα στη σκανδαλιά. Μεγάλο μούτρο. Σε βλέπω να σκαρφαλώνεις τα καλοκαίρια στην αυλόπορτα του σχολείου σαν μαϊμού και να συναντάς τα παιδιά της γειτονιάς να παίξετε. Τα μεσημέρια. Στα κρυφά. Όταν όλοι κοιμόντουσαν κι εσύ και καλά έλυνες ασκήσεις στο ‘ Χαρούμενες Διακοπές ‘. Σε βλέπω όπως σκαρφαλώνεις σαν αναμαλλιασμένο γατί στα δέντρα της περιφέρειας και πως κρεμιόσουν ανάποδα από τα κλαδιά. Πόσο ενδιαφέρον έβρισκες να τα βλέπεις όλα ανάποδα, ε; Σε θυμάμαι να γκρεμοτσακίζεσαι από σκαλοπάτια και κλαδιά και σχοινιά, να σκίζονται γόνατα, να τρέχουν αίματα κι εσύ να μη κλαις, να συνεχίζεις. Δεν φοβόσουν εύκολα αγάπη μου. Δεν έκλαιγες εύκολα. Εκτός απ’ όταν έβλεπες ένα Hansaplastνα σε πλησιάζει. Τρόμος. Τι πλάκα που είχες!
Σε θυμάμαι να στριφογυρνάς στο ντιβάνι το βράδυ – εσύ να θέλεις να κοιμηθείς και να μη σε αφήνουν τα φώτα, οι φωνές, η τηλεόραση. Φυσούσες-ξεφυσούσες σαν το τρένο, μέχρι που πέταξες τα σκεπάσματα, σηκώθηκες και φώναξες «Κείσε φως ντεεε (κλείσε φως ντε). Αϊ σιτίλ ντεεεε (αϊ σιχτήρ ντε)»,  μπροστά στα αποσβολωμένα μάτια του παππού, της γιαγιάς και της μαμάς, που - ευτυχώς - έβαλαν τα γέλια. Αμάσητη. Να και η σόμπα! «Μη Ντόνα, τζιζ» και παρ’ το χέρι της Ντόνας πάνω στη σόμπα και τζιζ και κλάμα και κακό – από  μακριά κι αγαπημένα η σόμπα μετά.
Κι η θλίψη σου, εκεί. Ζωντανή. Απτή. Πιο φανερή από ποτέ, εκεί γύρω στα 8 σου. Μετά το δεύτερο διαζύγιο του μπαμπά και της μαμάς. Μετά από όσα είδες, άκουσες, ένιωσες, έφαγες. Μετά που σπαταλούσες την ώρα σου παρατηρώντας κινήσεις κι εκφράσεις για να προλάβεις το κακό πριν ξεσπάσει. Και να κρυφτείς. Ή να μπεις μπροστά. Ή ό,τι προλάβεις. Σε θυμάμαι να γεμίζεις από φόβο. Από άγχος. Από ανασφάλεια. Μα κυρίως ξέρεις τί θυμάμαι; Να κλείνεσαι. Να μη μιλάς. Να κρατάς μέσα σου τα πάντα. Έμαθες τόσο καλά να κρύβεσαι αγάπη μου, που έγινε η υιοθετημένη σου φύση. Κι εσύ, το ατρόμητο, σκανδαλιάρικο πιτσιρίκι με τα κοτσιδάκια, ξεχείλισες από θλίψη. Κι ήταν τόσο μεγαλύτερη από το μπόι σου, τόσο πολύ μεγαλύτερη. Σε έθαψε. Σε έκλεισε. Κι ύστερα, ήρθαν και τα υπόλοιπα. Εσύ, ο πόνος σου, η θλίψη σου, τα «γιατί;» σου και η φαντασία σου.

Προσπάθησες. Προσπάθησες τόσο πολύ ν’ αντέξεις γλυκιά μου. Να μη σπάσεις. Να τους κάνεις χαρούμενους, αυτούς που θα ήταν η ασφάλειά σου. Κι έθαβες, έθαβες, μέχρι που έσκασες. Έσκασες τόσο εκκωφαντικά, κι όμως τόσο αθόρυβα. Σαν την βροντή, ο ήχος ακολούθησε χρόνια μετά από την αστραπή σου. Βλέπω το βλέμμα σου στο βλέμμα παιδιών που έχουν περάσει πολύ χειρότερα από εσένα. Πόλεμο. Πείνα. Εγκατάλειψη. Βλέπω τα βλέμματα της απορίας, των «γιατί;» και της απόγνωσης και γονατίζω μπροστά σας – τόσο αδύναμη να σας εξηγήσω το γιατί, τόσο ανίκανη να σας προστατέψω, να σας κλείσω μέσα σε μια αγκαλιά όπου τίποτα και κανείς δεν θα μπορέσει να σας αγγίξει. Να είμαι η μάνα-λιοντάρι για εσένα, για εσάς, ο προστάτης, το σπίτι κι η ασφάλεια...

Σου οφείλω την ευαισθησία μου. Κομμάτια από τη χαρά μου. Την ωραία τρέλα μου. Τα γέλια μου. ‘Όταν σε νιώθω μέσα μου να χαίρεσαι, χαίρομαι μαζί σου. Όταν σε νιώθω να πονάς, πεθαίνω μαζί σου. Σου χρωστάω ότι με κρατάς μακριά από τον κυνισμό μου. Σου χρωστάω ότι είσαι ο λόγος που πάλεψα και παλεύω να μη χάσω την Ανθρωπιά μου. Σε χρειάζομαι, αλλά κι εσύ χρειάζεσαι εμένα. Οδηγό σου. Στήριγμά σου. Έλα επάνω να παλέψουμε μαζί, αγάπη μου. Σε παρακαλώ, έλα επάνω. Και πιάσε μου το χέρι. Μαζί. Ένα βήμα τη φορά. Εγώ για εσένα κι εσύ για εμένα. Κρατάς στα χέρια σου το τραύμα μου. Φτάνει αγάπη μου, κακοφόρμισε. Το κράτησες σφιχτά μέσα στα χεράκια σου και το έκρυψες για να με προστατέψεις. 

Σε ευχαριστώ που με αγαπάς. Άσε με να σου δείξω κι εγώ την αγάπη μου. Εμπιστέψου με. Εγώ κι εσύ. Εσύ να με κάνεις να γελάω κι εγώ να σε καθοδηγώ. Μαζί. Έλα. Έλα, και σου υπόσχομαι πως θα κάνω κι εγώ τα μαλλιά μου κοτσιδάκια και σύντομα θα ριχτούμε σε νέες περιπέτειες. Όμορφες περιπέτειες. Ο κόσμος είναι γεμάτος από θαύματα, μικρό μου πιτσιρίκι. Πάμε να τα χτίσουμε μαζί.
                                                                                             Ντόνα"

Δεν υπάρχει τίποτε πιο ανακουφιστικό από αυτό. Από το να συναντάς εκείνο το μικρό, θλιμμένο, μπερδεμένο παιδί και να βάζεις το μικρό του χεράκι στη χούφτα σου για να κάνετε μαζί μια υπέροχη μαγική βόλτα και να το οδηγήσεις εκεί...εκεί που μπορεί να είναι μόνο παιδί. Εκεί που μπορεί να νιώθει ασφάλεια. Γαλήνη κι ελευθερία...Εκεί στο καθαρό πια,  μέσα σου!
Μια μαγική βόλτα λοιπόν γενναία μου Ντόνα. Χωρίς πόνο, χωρίς δάκρυα, χωρίς γιατί, μακριά από τις σκιές...Μια μαγική βόλτα στην χώρα της σύνδεσης, της συγχώρεσης και της γαλήνης...Απόλαυσε την μαζί της. Την αξίζετε κι οι δυο...


                 holding hands

Το μικρό παιδί μέσα μας, μας χρειάζεται που και που. Ας συνδεόμαστε μαζί του. Ας μην το ξεχνούμε. Ας του αφήνουμε χώρο να παίξει, να υπάρξει...να ανασάνει! Καλημέρα αγαπημένοι...
                                                                                            Κατερίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια: