Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Τα τραγούδια και τα γέλια...

Ήταν κατά τις 9.00 το βράδυ κι αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα. Κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά από το μικρό σπιτάκι που δουλεύω και το πρώτο που μου έκανε εντύπωση είναι πως έλειπαν τα κλειδιά πίσω από την πόρτα…Μα που διάολο τα έβαλα πόσο χαζή είμαι σκέφτηκα…κι ύστερα είδα το ανοιχτό παράθυρο, τα γλαστράκια όλα στοιβαγμένα σε μιαν άκρη, ταραγμένη έκλεισα το παράθυρο γιατί έξω είχε σκοτάδι πυκνό μην μπει κανείς κι ήταν σαν να μούδιασε το μυαλό μου… σαν αστραπή, μια σκέψη…Κάποιος μπήκε. Άνοιξα την εξώπορτα και βρήκα την τσάντα μου πεταμένη κάτω και τα πράγματα ανάκατα και τα κλειδιά στο χώμα…ανασήκωσα το βλέμμα ψάχνοντας στο σκοτάδι. Το αμάξι! Έλειπε το αμάξι…

Πόσο ανόητη ήμουν και δεν είχα τα κλειδιά μαζί μου είπα δυνατά  κι ο πρώτος αστυνομικός που ήρθε αμέσως μετά το συμβάν με κοίταξε έντονα «Δεν φταίτε εσείς για αυτό που έγινε.» Μου είπε. «Δεν έχετε καμία ευθύνη που κάποιος παραβίασε το χώρο σας.» Με ξάφνιασε τόσο, που συγκινήθηκα.

Δεν φταις εσύ… Πόσο σημαντικό καμιά φορά να μας το υπενθυμίζουν.

Ακολούθησε μια βραδιά δύσκολη στο τμήμα, καταθέσεις και ταυτόχρονα άνθρωποι που περίμεναν για συνάντηση κι έπρεπε να ενημερωθούν…

Δεν πρόλαβα να λυπηθώ ή να θυμώσω….γιατί μπαίνοντας στο σπίτι αργά το βράδυ έμαθα για την πτώση του Fandom και έμεινα αποσβολωμένη με τη σκέψη πως δυο παλικάρια χάθηκαν…κι ήθελα μόνο να μιλήσω στους γιους μου, να κουκουλωθώ κάτω από το πάπλωμα και να κοιμηθώ βαθιά για να μην σκέφτομαι, να μην φέρνω στο νου μου το άγριο εκείνο συναίσθημα πως κάποιος με κοιτά μέσα από το σκοτάδι.

Να μην σκέφτομαι την απόγνωση πως δυο οικογένειες θρηνούν τα λατρεμένα τους πλάσματα και πως η ζωή είναι σκληρή, σκληρή και παράξενη….που μέσα στη βαρυχειμωνιά του ενός, ξεπροβάλει η μια γεμάτη υποσχέσεις  άνοιξη του άλλου.

Ακολούθησαν ημέρες έντονες με μια απόλυτη αίσθηση ευγνωμοσύνης να κυριαρχεί. Το να γίνεσαι το επίκεντρο μια διάρρηξης και να βγαίνεις αλώβητος χαρίζει μια κάθαρση. Τηλέφωνα δύσκολα, ασφάλειες, σήμανση, ταυτόχρονα τρέξιμο με τη δουλειές και τις υποχρεώσεις όλων μας και η σκέψη πως κάτι τόσο δικό μας είναι σε ξένα χέρια… μα η ζωή κυλά και δεν τη νοιάζει αν μπορείς, αν αντέχεις, αν θέλεις, αν κουράστηκες…η ζωή κυλά ανάμεσα σε ανθρώπους και προβλήματα και νέα συνήθως δύσκολα που μαθαίνω πάντα πρώτη… «ο μπαμπάς μπήκε στο νοσοκομείο, η μικρή αρρώστησε, έφυγα από το σπίτι, με χαστούκισε»…κι ανάμεσα σε αυτά, ο θρήνος για τα δυο παλικάρια χάθηκαν πετώντας!

Που να το ξέρες μεγαλώνοντας τα ελευθέρα κι ευτυχισμένα να σχίζουν τους ουρανούς πως οι ίδιοι αυτοί ουρανοί μια μέρα λαμπερή θα  σου τους κλέψουν!

…και μέσα σε όλα ένα προγραμματισμένο ταξίδι. Φοβάμαι δεν θέλω να πάω μετά από όλα αυτά! Το τρελό αγόρι επέμεινε…έλα θα μας βοηθήσει να ξεχαστούμε…Την επόμενη ημέρα στην αυλή του μικρού σπιτιού,  κάτω από το δέντρο των ευχών βρήκα πεταμένα τα πράγματα μου. Πορτοφόλια, χαρτιά, ταυτότητες…άχρηστα σε εκείνους μα σημαντικά σε εμένα… Ψέλλισα μέσα μου ένα διστακτικό ευχαριστώ! Κι ακολούθησε ένα  τηλεφώνημα τα ξημερώματα. Το αμάξι βρέθηκε. Η καταστροφή  της μηχανής ολική, μα το κουφάρι του βρέθηκε.

Και φύγαμε. Νομίζεις πως θα ανέβεις σε ένα αεροπλάνο και θα τα αφήσεις όλα πίσω μα όλα όσα είναι εκεί πίσω είναι η δική σου ζωή. Τριγυρνάς ξέγνοιαστος και κοιτώντας τους ξέγνοιαστους ανθρώπους γύρω σου νιώθεις πως είναι πιο ξέγνοιαστοι, πιο ήρεμοι, πιο ευτυχισμένοι από εσένα…ίσως και να είναι…τι σημασία έχει. Ο καθένας ζει τη ζωή του κι εκείνοι ίσως σε κοιτούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο χαρούμενη να φωτογραφίζεις τα αγάλματα και να πίνεις τον καφέ σου σε πλακόστρωτες μικρές πλατείες…

Έτσι είναι, μας μπερδεύει πάντα η εικόνα…κανείς δεν βλέπει τη φουρτούνα του άλλου….και περπατάμε δίπλα δίπλα μαζί και τόσο μόνοι…

Διαπιστώνω πως περπατώ πάντα γρήγορα, πάντα βιαστικά, ακόμη και τώρα που ο χρόνος είναι όλος δικός μου. Ακόμη και ως τουρίστρια τρέχω να προλάβω το μετρό, το μουσείο ανοιχτό, τον καφέ, τα μαγαζιά, τις πλατείες…έχω μάθει να τα κάνω όλα βιαστικά και προσπαθώ να αντιγράψω τα  αργά βήματα του αγοριού μου που μελετάει νωχελικά τον χάρτινο χάρτη καθώς εγώ ανυπομονώ κοιτώντας την κόκκινη πινέζα του εικονικού χάρτη στην οθόνη του κινητού μου, «υπάρχει κι ο γρήγορος τρόπος» του λέω δεικτικά, μα με αγνοεί και τον ευγνωμονώ για αυτό! Εγώ πάντα βιάζομαι ενώ ταυτόχρονα διαβάζω μηνύματα…

«Φοβάμαι τα αποτελέσματα η κορτιζόνη δεν με έπιασε», «η μαμά είναι χάλια, φοβάμαι μην πήρα λάθος απόφαση», «το μωρό δεν κατεβαίνει και φοβάμαι να περιμένω κι άλλο» …φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι…πόσα φοβάμαι γραμμένα σε μια οθόνη. Και γύρω μου ο ήλιος, οι χαμογελαστοί άνθρωποι, μια πόλη ολοζώντανη κι εγώ μέσα της. 



Μια πόλη γεμάτη ιστορία…για όλους τους λάθος λόγους όπως λέγαμε γελώντας. Το μουσείο ολοκαυτώματος, η τοπογραφία τους τρόμου, το Charlie point, η πλατεία Bebelplatz όπου οι ναζί έκαψαν τα βιβλία, το τείχος που χώριζε ένα έθνος στο δυο… Η ιστορία της ανθρωπότητας ολόκληρης σε μια πόλη…μια πόλη πανέμορφη και μαγική. Κάθε γωνία, κάθε πλατεία, κάθε δρόμος γεμάτος ιστορία. Μια ιστορία σκληρή, δύσκολη, άλλες φορές αδιανόητη…Στο μνημείο ολοκαυτώματος  σαν να πάγωσε το μέσα μου. Η βροχή ασταμάτητη το τοπίο γκρίζο. Περιμέναμε στην ουρά της εισόδου, άνθρωποί σκυφτοί, σιωπηλοί, αμίλητοι κι η βροχή έπεφτε πάνω μας…γινόμασταν μούσκεμα μα κανείς δεν κουνιόταν. Σαν το μνημείο το ίδιο να μας γέμιζε με εκείνο το συναίσθημα. Ξάφνου έρχεται δίπλα μου μια γυναίκα με κοιτά βαθιά. Φορά ένα μπλε παλτό και τα μάτια της έχουν χρώμα από κεχριμπάρι. Κρατά μια ροζ ομπρελά και με βάζει κάτω από αυτή. Την κοιτάζω ξαφνιασμένη, χαμογελώ και πιάνω το μπράτσο της αγκαζέ. Κοιταζόμαστε κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη σαν να γνωριζόμαστε… Catalunya Barcelona μου λέει σιγανά. Thessaloniki Greece της απαντώ. Άχρηστα τα ονόματα. Αυτό που μας ένωνε ήταν το είδος μας. Η ταυτότητα μας μία. Άνθρωποι….

…μπροστά σε ένα μνημείο για την χαμένη ψυχή της ανθρωπότητας…




Στο μουσείο ολοκαυτώματος απόλυτη σιωπή, φώτα χαμηλά, και μια αίσθηση σύνδεσης και πόνου…Πόνου αδιανόητου. Την ιστορία την ξέρουμε μα πάντα ξαφνιαζόμαστε. Μα πως είναι δυνατόν Θεέ μου πως είναι δυνατό!!!Ακατανόητα όλα όσα έβλεπα και διάβαζα…ακατανόητα, αδιανόητα κι ασύλληπτα. Αυτά που ο νους δεν χωρά δεν μπορεί να τα καταλάβει…Αυτό έβλεπα στις φωτογραφίες των ανθρώπων με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ένα συναίσθημα παράξενο σαν αυτό που έχουν τα τρομαγμένα ζώα. Σαν το λογικό μυαλό δεν χωρά τίποτα από όσα συμβαίνουν και το προβάδισμα παίρνει το αρχέγονο ένστικτο που νιώθει εγκλωβισμένο.  Διάβαζα τα γράμματα…τα τελευταία γράμματα που έγραφαν γονείς στα παιδιά τους, παιδιά στους γονείς τους, αγαπημένοι σε αγαπημένους, ξέροντας πως δεν θα διαβαστούν από εκείνους, γράμματα που δεν θα έφταναν ποτέ στον προορισμό τους, κι όμως η αίσθηση πως τους μιλούσαν μέσα από αυτά  ήταν συγκλονιστική… «τι καλά να μας αφήναν να ζήσουμε μαζί», «δεν θα ξαναδώ τα μάτια σου» «να μπορούσα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου» «αντίο για πάντα» «πως να ξεχάσω τα αδιανόητα που είδαν τα μάτια μου», «μείνε δίπλα στον αδερφό σου και μην φοβάσαι» «προσπάθησε να βρεις τη γιαγιά»…. Γράμματα σε όλες τις λέξεις του κόσμου και στα ελληνικά….Το παράλογο. Αυτό ήταν το παράλογο! Κουνούσα το κεφάλι να φύγουν οι εικόνες...Πως να κατανοήσεις το παράλογο...

Άραγε ενωθήκαν; Άραγε οι ψυχές τους συναντήθηκαν ξανά μέσα στο χρόνο; Άραγε βρήκαν ο ένας τον άλλο; Αγκαλιάσθηκαν ξανά;

Έκλαψα με μια εσωτερική φωνή σπαρακτική. Κι ύστερα βγήκα στο φως…στο χρωματιστό Βερολίνο, στα χαρούμενα μηνύματα των γιων μου στο κινητό…η ζωή δεν ξέρει. Δεν περιμένει να περάσει ο πόνος σου η ζωή κυλά….





Κι ύστερα…«…δεν θα το πιστέψεις, η μαμά πέθανε» ήρθε στην οθόνη του κινητού μου μέσα στο μετρό και φώναξα δυνατά «όοοοοχιιι» οι άνθρωποι με κοίταξαν για μια στιγμή, με ενδιαφέρον, περιέργεια κι ύστερα συμπόνια γιατί είδαν την λύπη μου. Δεν ήταν δική μου λύπη μα δική της γιατί ήξερα πως ένα πλάσμα αγαπημένο έπρεπε να αποχαιρετήσει το γονιό του. Με αγωνία περίμενα να βγούμε από το τούνελ για να την καλέσω. Μια φωνή σπασμένη μα ψύχραιμη από την αδρεναλίνη του σοκ. «Οδηγώ» μου είπε, «φεύγω από το νοσοκομείο, σαν να μην είμαι εγώ…πως θα το πως στους άλλους; Απίστευτο, απίστευτο μόλις χθες ήταν όλα αλλιώς…»

Θα το πεις. Θα βρεθούν τα λόγια κι οι λέξεις …κι η ζωή κυλά…σε μια σκοτεινή σήραγγα μαζί με εκατοντάδες άλλους και σιωπηλά περιμένουμε τον επόμενο σταθμό…

Επιστροφή και χαρά κι αγκαλιές και η καθημερινότητα σε σκεπάζει σαν κύμα. Σαν πέφτει ο ήλιος κι είμαι μόνη στη δουλειά  πλησιάζει ένα τσίμπημα, ένας φόβος…μια αίσθηση πως εκεί στα σκοτάδια κάποιος κρύβεται… Ο φόβος παραμονεύει μα δεν με νοιάζει να φοβηθώ. Πρέπει να γίνω πιο προσεκτική. Το ξέρω. Είναι χρέος μου το να είμαι προσεκτική.

Τηλέφωνα μηνύματα άνθρωποι με αγωνίες και ένα τηλέφωνο που παρόλο που δεν μπορώ να απαντήσω, επιμένει, επιμένει. Το σήκωσα. Τα αποτελέσματα που περιμέναμε  είναι άσχημα, άσχημα, άσχημα γαμώτο!!!!… Βγήκα από μια συνάντηση για να μιλήσω μαζί της και να της πως βλακείες… «Ένα βήμα τη φορά, δώσε χρόνο στον εαυτό σου, μην μένεις μόνη….». Εκείνη συντετριμμένη, παγωμένη, καμία λέξη δεν την ανακουφίζει...θρηνεί, για την απλότητα της ζωής που έχασε σε μια στιγμή! Μιλά σαν ρομπότ, το ήξερα ψιθυρίζει θυμωμένη. Το ήξερα!!!

Μουδιασμένη φοράω ένα χαμόγελο και συνεχίζω…την επόμενη ημέρα η οθόνη του κινητού ανάβει ξανά…μέσα από το νοσοκομείο πια, έρχεται ένα ακόμη μήνυμα της «…η ζωή είναι ένα party, δεν θα βγω από τον κύκλο, θα συνεχίσω το χορό, πότε γρήγορα πότε αργά…η ζωή ξέρει…»

Που σας βρήκα όλους εσάς τους τρελούς, μαγικούς ανθρώπους. Πως βρεθήκατε στο δρόμο μου και μου τον γεμίσατε φως. Τι πλάσματα, τι τρελά ξωτικά είστε…

Βάζω τα χέρια μου χούφτες στο πρόσωπο μου και κλαίω απαρηγόρητη σαν παιδί. Ξάφνιασμα, χαρά και πόνος. Θαυμασμός και θλίψη. Αγωνία και σεβασμός…. Ένα πλατύ χαμόγελο στη ζωή που κυλά κι η μεγάλη μυγδαλιά στο απέναντι χωράφι άνθισε ξανά. Ο παγωμένος βοριάς της έκαψε τα κλαδιά μα εκείνη αντιστέκεται. Όχι από πείσμα, από πίστη! Αυτό ένιωσα σαν την κοίταζα. Γυναίκα αγέρωχη μέσα από το γεμάτο σπαραγμό βλέμμα της. Αγέρωχη σαν την ροζ μυγδαλιά, αποχαιρέτησε τη ρίζα της την ίδια και παρόλα αυτά στέκει ολόρθη στο βοριά…Δεν θα με ρίξεις. Ακούς; Ποτέ!!!Όχι από πείσμα στο θάνατο μα από πίστη στην ζωή….Πόσος θαυμασμός για τη γυναίκα ετούτη. Για τον κάθε άνθρωπο που αντιστέκεται…για κάθε παγωμένη μυγδαλιά!

Πίστη λοιπόν...και πριν προλάβουμε να ξεφυσήσουμε από ανακούφιση,  ήρθε ο σεισμός….και θυμηθήκαμε πάλι την ταυτότητα μας. Άνθρωποι…

Πόσος πόνος σε λίγες μόνο μέρες…Σε λίγες μόνο μέρες αγαπημένοι κι αυτή είναι η ζωή μας…και κυλά. Ήταν πάντοτε τόσο αδιανόητα δύσκολη; Πάντα τόσο σκληρή; Πάντα τόσο βίαιη; Άσε μας να πάρουμε μια ανάσα σκέφτομαι καμιά φορά. Άσε τους ανθρώπους να ανασάνουν. Σε παρακαλώ μια ανάσα και σκέφτομαι εκείνους που χάθηκαν θαμμένοι ζωντανοί περιμένοντας…περιμένοντας μια βοήθεια. Περιμένοντας με πίστη …. κι ύστερα ξεκίνησε η δίκη του Άλκη. Το παράλογο ξανά. Το αδιανόητο. Οι γονείς  γενναία φαντάσματα. Αγέρωχοι. Μυγδαλιές στον σκληρό βοριά... συναντηθήκαν με τους γονείς της Εμμανουέλας…άραγε τα υπέροχα πανέμορφα παιδιά τους αντάμωσαν κάπου εκεί μακριά;

Σκέψεις, λέξεις κι ένα κινητό μόνιμα ανοιχτό και το βράδυ ένα ακόμη μήνυμα φώτισε και πάλι την οθόνη. Αχ αυτή η οθόνη… «έχουμε συρρίκνωση του όγκου, ο γιατρός είπε πως μιλάμε για ίαση!!!»κι από κάτω καρδούλες γέλια φως και χαρά! Αχ άνθρωποι πόσα θαύματα έχω ζήσει μαζί σας….στη βαρυχειμωνιά του ενός, βλέπω την άνοιξη ενός άλλου...

Πόσο αδιανόητη είσαι ζωή. Πόσο αδιανόητη…

Κι όσο τα γράφω αυτά ακούω μουσική και να αυτή ακριβώς τη στιγμή, παίζει αυτό ακριβώς το τραγούδι… 
«…είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
ομορφονιά που δεν σε κέρδισε κανείς…»
Χαμογέλασα. Αχ ομορφονιά τι μηνύματα μου στέλνεις!

 Ξάπλωσα στο κρεββάτι και τα έκλεισα όλα. Οθόνες, μηνύματα, σκέψεις. Ξάπλωσε δίπλα μου το μικρό μου αγόρι…δεκάξι. Δεν είναι πια παιδί! Με κοιτά σιωπηλά στα μάτια και ξέρει. Δεν μπορεί να διανοηθεί μα ξέρει…Μου κρατά τρυφερά το χέρι.

"Σκέφτομαι το αμάξι"… ψιθυρίζει.

"Κι εγώ" του απαντώ…"λυπήθηκα για το αμάξι μα μην σε νοιάζει καλέ μου, δεν έχει σημασία το αμάξι"…του απαντώ συμβατικά σαν μαμά. Μα εκείνος είναι ήδη πιο ώριμος από τη δική μου απάντηση..

"Μπα…εγώ δεν λυπάμαι για το αμάξι. Σκέφτομαι τα τραγούδια και τα γέλια μαμά…Αυτά που ζήσαμε σε αυτό το αμάξι!"

Γύρισα το κεφάλι ξαφνιασμένη.  Ο γιος μου ο πολύτιμος! Τι έκφραση! Τα τραγούδια και τα γέλια…Ένα χαμόγελο για κάθε τραγούδι κι ένα δάκρυ για κάθε γέλιο!!! Αυτά είναι δικά μας. Αυτά δεν μπορεί να μας τα πάρει κανείς!!! Τα πρώτα ακούσματα, "ο κύριος γκρινιάρης" κι "η αρκούδα καφέ που τρέχει με τον ξύλινο μπουφέ", "το χρυσάνι φούρφουρο" και "το χοντρό μπιζέλι" που χόρευαν καθισμένοι στα παιδικά τους καθισματάκια,  "το λιωμένο παγωτό που κυλάει στο χέρι", "το despasito" τέρμα κι όλοι μαζί να χορεύουμε τρελαμένοι και ",το Freddie να μας τρελαινει με το "dont stop me now", το τρυφερό "κρουαζιέρα θα σε πάω" και "εσύ είσαι το τυχερό μου αστέρι" ή το λατρεμένο, "ας ήταν όλη η ζωή μου σαν και σήμερα" και μετά όλοι μαζί "ακόμα κι αν με στήσουν στο απόσπασμα θα δραπετεύσω, θα δραπετεύσω…γκα γκαν γκα γκανννν"… και δώστου γέλια...

ω! Θεέ μου πόσες αναμνήσεις  τα τραγούδια και τα γέλια, τα καλοκαίρια πηγαίνοντας προς τη θάλασσα με τα παράθυρα ανοιχτά και τον αέρα να μας ανακατεύει τα μαλλιά. Τραγουδούσαμε δυνατά την Ευλαμπία και γελούσαμε καθώς τα κεφάλια μας χτυπούσαν στον ουρανό σαν πέφταμε σε λακκούβες. Τα ταξίδια στη  Γερμανία να δούμε την γιαγιά και τον παππού, όπου διασχίζαμε την Ευρώπη και  γελούσαμε ευτυχισμένοι τραγουδώντας το Feliz Navidad γελώντας  δυνατά και πειράζαμε ο ένας τον άλλο και χιόνια και θάλασσες και βουνά και περιπέτειες και εμετοί και φωνές και βαρεμάρα για το πότε θα φτάσουμε και πόρτες κοπανισμένες από νεύρα και τρεχάλες για να προλάβουμε σχολεία, δραστηριότητες, φροντιστήρια και αγωνίες μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο ή στην παιδίατρο μετά από μικροατυχήματα, πόνους  ή ακατέβατους πυρετούς, οι επικοί μας καυγάδες, οι πρώτες βόλτες με τα κουτάβια μας κι οι τελευταίες μαζί τους σαν γίναν παππούληδες που με πόνο αποχαιρετήσαμε, οι στοιβαγμένοι φίλοι για διανομές στα σπίτια μετά από πάρτι…όλα με εκείνο το αμάξι, με την σχάρα των ποδηλάτων μόνιμα πάνω του. Ετοιμοπόλεμο. Το μεγάλο παλιό κουρασμένο μας αμάξι,  που ήξερε να μας χωράει και να μας αντέχει και να μας ταξιδεύει μακριά…γεμάτο με τα τραγούδια και τα γέλια μας!

Γιατί κι αν όλα φύγουν…αυτά δεν θα φύγουν ποτέ! Τα τραγούδια και τα γέλια να ταξιδεύουν στο σύμπαν, σε διαστάσεις διαφορετικές σε άλλους χρόνους όταν τίποτα από όλα όσα είμαστε ή κάνουμε δεν θα έχουν σημασία, όταν εμείς δεν θα είμαστε καν εδώ!

Τα τραγούδια και τα γέλια  αγαπημένοι… που χαράχτηκαν βαθιά σαν λατρεμένες μικρές πληγές και μας θυμίζουν πως ναι! Έχουμε υπάρξει ευτυχισμένοι!!! Τα τραγούδια και τα γέλια που θα μεταφερθούν στο άπειρο από γενιές που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε μα κι αν γνωρίζαμε θα αγαπούσαμε βαθιά!

Ένας ήλιος μπήκε από το παράθυρο, χειμωνιάτικος δυνατός. Η αντανάκλαση του στον καθρέφτη τον έστειλε πάνω μου και μου γέμισε τα μάτια λάμψη και φως!


Σας ευχαριστώ που είστε εδώ…γενναίοι μου! Αθάνατοι…με τα τραγούδια και τα γέλια μας…
Καλημέρα εκεί έξω!!!
                                                                                                                     Κατερίνα



Δεν υπάρχουν σχόλια: